Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Μερικά στοιχεία στην Ιστορία του Αρχειομαρξισμού, Μιχάλης Ράπτης - Πάμπλο

 Δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Μιχάλη Ράπτη - Πάμπλο για την ιστορία του αρχειομαρξισμού. Πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Για το Σοσιαλισμό" τεύχος 17, Ιούνιος - Ιούλιος 1981.



Μερικά στοιχεία στην Ιστορία του Αρχειομαρξισμού

Η «Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση» θεωρητικό όργανο της ΕΔΕ δημοσίευσε στα Νο 19 και 20 (Γενάρης  - Απρίλης 1980) έξι ντοκουμέντα από το αρχείο του Τρότσκι για την ιστορία της Αριστερής Αντιπολίτευσης στη χώρα μας.

Η διάταξη που έχουν τα κείμενα, κάνει φανερή τη σκοπιμότητα, τη συνειδητή πρόθεση των συντακτών τους να συρράψουν και να σταθεροποιήσουν το μύθο ότι ο Αρχειομαρξισμός ήταν μια ιδεολογική τάση στο εργατικό κίνημα, με όλα τα βασικά χαρακτηριστικά που έχει μια προλεταριακή οργάνωση. Στην πραγματικότητα όμως, ο Αρχειομαρξισμός όχι μόνο δεν συνδεόταν με τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς αγώνες, μα αντίθετα είχε εχθρική τοποθέτηση απέναντι τους μένοντας έξω από αυτούς. Και ήταν εναντίον τους γιατί η κοινωνική δράση θα επιδρούσε διαλυτικά στους κλειστούς μορφωτικούς κύκλους. Γι’ αυτό κανένα γραπτό ντοκουμέντο δεν έχει να παρουσιάσει απ’ το 1922 ως το 1930 οπότε και εκδηλώθηκε.

Και για να κλείνουμε μ’ αυτό το θέμα, προσθέτω το πιο κάτω γραφτό, από μια συζήτηση που έγινε περί το ’32 μεταξύ Τρότσκι και Γιωτόπουλου. Ο πρώτος διέκρινε ένα κομφούζιο πάνω στο εθνικό θέμα και γράφει: «Αυτό φυσικά για μένα ήταν ακόμα πιο επικίνδυνο. Έχω ζητήσει πολλές φορές επίμονα από τον Βήτα (Γιωτόπουλο) και από άλλους φίλους του να μου στείλουν τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα και άρθρα σχετικά με το εθνικό ζήτημα. Μου το είχαν υποσχεθεί πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν το έχουν κάνει». Κι αυτό έγινε γιατί δεν υπήρξαν ποτέ τέτοια ντοκουμέντα.

Μια απολίτικη οργάνωση

Το περιοδικό «Αρχείον του Μαρξισμού», με την εμφάνιση του την 1.5.1923, δηλώνει ότι φιλοδοξία του είναι να μεταφέρει και να κάνει γνωστή τη μαρξιστική φιλολογία. Ενάμιση χρόνο αργότερα, σε μια δεύτερη δήλωση του, σαν ένα είδος απάντησης σε σχετικό δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» τόνιζε πως το περιοδικό δεν φιλοδοξεί τίποτε περισσότερο πέρα από το σκοπό που χάραξε με τη δήλωση του στο πρώτο φύλλο της έκδοσης του. Παραθέτουμε μέρος της δήλωσης : «Δηλούμεν ότι ουδεμίαν ενέργειαν οιουδήποτε πολιτικού οργανισμού ή ομάδος υιοθετούμεν, διότι δεν ανήκομεν εις ουδεμίαν τοιάυτην. Αλλά θα αμυνθώμεν κατά των συκοφαντιών και διαβόλων και θα δείξωμεν ότι θα παραμείνομεν συνεπείς προς την πρώτην υπόσχεσιν μας εξακολουθούντες πάσει θυσία την έκδοσιν όλων των θεμελειωδών έργων του Μαρξισμού». Η Διεύθυνσις. (Από το φύλλο 16 της 15ης Δεκεμβρίου 1924.)

Και το ερώτημα μπαίνει από μόνο του. Ύστερά από εννιά χρόνια ζωής ως την Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της «Κομμουνιστικής Οργάνωσης Μπολσεβίκων Λενινιστών (Αρχειομαρξιστών)», εμφανίζεται το πρώτο γραπτό ντοκουμέντο μιλώντας για δήθεν ιστορία και παράδοση. Μα αυτό δεν διαψέυδει την δήλωση που έκανε; Στα εννιά χρόνια που μεσολάβησαν ως την εκδήλωση του, ποια ήταν η δράση του, ποια η παράδοση που άφησε στο εργατικό κίνημα;

Την απάντηση  μας δίνουν οι συντάκτες του ιστορικού αυτού ντοκουμέντου. Κάθε μια του λέξη χωριστά και στο σύνολο της παραγράφου που ακολουθεί μας δείχνει τη μικροαστική φύση της κίνησης αυτής που θεμελειώθηκε πάνω στη μικρολογία, το κουτσομπολιό, που μόνο αντιπρολεταριακές κάστες μπορεί να χαρακτηρίζουν. «Η αλλαγή του ονόματος – γράφουν – και η τυπική προσχώρηση στη Κομμουνιστική Διεθνή δεν αλλάζουν καθόλου το συγχυσμένο χαρακτήρα του εργατικού κόμματος». «Η απουσία κομμουνιστικών παραδόσεων και η έλλειψη εκπαιδευμένων στελεχών επιτρέπει στους σταλινικούς κάθε μάρκας να χρησιμοποιούν το Νέο Κομμουνιστικό Κόμμα για τα δικά τους συμφέροντα και να περάσουν αυτό το Κόμμα μέσα από τις πιο οπορτουνιστικές εμπειρίες και συχνά προς τα άμεσα συμφέροντα κλικών της μπουρζουαζίας». ( «Ε.Μ.Ε.» Νο 19 – 20 σ.56)

Μέσα σ’ αυτό το κατασκεύασμα που χαρακτηρίζεται από ένα ανακάτεμα από άποψη χρονολογική των καταστάσεων · που αναφέρει, όπως και η αναφορά στους σταλινικούς κάθε μάρκας που φυσικά είναι πολύ νωρίς για ένα τέτοιο χαρακτηρισμό αφού το δεύτερο Συνέδριο έγινε τον Απρίλη του 1920 και που καθρεφτίζεται η έλλειψη κάθε κοινωνικής επιρροής και επίδρασης ξεχωρίζει ξεκάθαρα η ασυμφιλίωτη τοποθέτηση του απέναντι του ίδιου του Κόμματος σα σύνολο και το δηλητηριασμένο κουτσομπολιό που στήριζαν την πάλη τους. Οι αγώνες της εργατικής τάξης και των καταπιεζομένων στρωμάτων της χώρας μας, τα σκοτεινά μπουντρούμια απ’ τα ενετικά κάστρα που μέσα σ’ αυτά ρίχναν τους με βαριές ποινές καταδικασμένους πρωτοπόρους εργάτες, η πολεμική που του γινότανε τόσα χρόνια για τις αντιδραστικές πράξεις του Αρχειομαρξισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, όλα αυτά δεν εξασκήσανε πάνω στους συντάχτες του ιστορικού ντοκουμέντου καμία επίδραση, έτσι που να διαφοροποιήσουν τη θέση τους στο εργατικό κίνημα.

Ακόμα κι αυτή η ιδεολογική «τοποθέτηση» την περίοδο αυτή, κάτω από την σημαία της πλατφόρμας της Αριστερής Αντιπολίτευσης Μπολσεβίκων –Λενινιστών δεν στάθηκε δυνατό να τους εμποδίσει να εμφανιστούν μέσα στο κίνημα μ’ ένα ντοκουμέντο τόσο αντιδραστικό και γεμάτο ανακρίβειες. Το προσωπικό κουτσομπολιό έμεινε το κύριο όπλο τους, ο φανατισμός ήταν το οχυρό που τους προστάτευε από κάθε επίδραση απ’ τα έξω. Ένα τέτοιο κλίμα δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τον ηθικόν διασυρμό εκείνων που διαφωνούσαν, τη διαφθορά της ταξικής συνείδησης που οδηγεί τους ανυποψίαστους εργάτες σε καθαρά αντιδραστικές πράξεις. Κανένα ντοκουμέντο δεν καταπιάνεται μ’ αυτή την μελανή ιστορία.

     Για τους μικροαστούς, η αρετή που χαρακτηρίζει τους κομμουνιστές να τοποθετούνται θαραλλέα απέναντι στα λάθη τους, δηλαδή η αυτοκριτική είναι γι’ αυτούς άλλο πράγμα.

 

Η Τρίτη Κατάσταση και η διάλυση των μορφωτικών κύκλων

Η εκδήλωση το 1930, δεν έγινε καθώς ισχυρίζονται ύστερα από την «ιδεολογική εξέλιξη της οργάνωσης», μα ήταν μια αναγκαστική μανούβρα αυτοσυντήρησης κάτω από το ξέσπασμα της κρίσης που αγκάλιασε την πρωτοπορία των εργατών που έπαιρναν μέρος στη συνδικαλιστική δράση και που μέσα σε μια ολόκληρη πορεία δυϊσμού στην οργάνωση, πήρε το όνομα Φραξιονισμός και τελικά αποκρυσταλώθηκε στην Κ.Ε.Ο. το 1931 στις 15 του Μάη. Μια οργάνωση που αριθμεί εννιά χρόνια χωρίς ιδεολογική τοποθέτηση απέναντι στα άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος, χωρίς καταστατικό, και το βασικότερο, χωρίς την συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης, τότε μοιραία η οργάνωση αυτή πρέπει να διακρίνεται από βαθιά αποστροφή και περιφρόνηση για τους ταξικούς αγώνες σαν το μοναδικό μέσο αυτοσυντήρησης της. Εκείνος που δεν θα εκτιμήσει τη σημασία που έχει το γεγονός αυτό δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει σωστή γνώμη για την οργάνωση αυτή και τις πράξεις της. Κάθε προσπάθεια εξωραϊσμού της καταλήγει σε «περιγραφές και διηγήσεις» εντυπώσεων», χωρίς κανένα αποδεικτικό αντίκρυσμα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει σύγχυση σ’ όλους εκείνους που αγωνίζονται να συγκροτήσουν μία προλεταριακή οργάνωση, θεμελιωμένη στις παραδόσεις απ’ τους αγώνες του εργατικού κινήματος στη χώρα μας που παραμόρφωσε ο σταλινισμός και που χωρίς αυτές είναι αδύνατο να ανασυγκροτηθεί η προλεταριακή πρωτοπορία του τόπου αυτού.



Το βασικό γνώρισμα του Αρχειομαρξισμού ήταν η τοποθέτηση του έξω από τους κοινωνικούς αγώνες. Αντίθετη εκδήλωση έστω και σαν απλή διάθεση συμμετοχής στους αγώνες έφτανε να χαρακτηριστεί εχθρική για την οργάνωση. Με τέτοια μορφή εκδηλώθηκε η Τρίτη Κατάσταση. Οι τριτοκαταστάτες χαρακτηρίστηκαν εχθροί της οργάνωσης. Κατηγορήθηκαν για ιδιοτέλεια, εγωισμό, φιλοδοξία και τελικά οι ηγέτες του Αρχειομαρξισμού υποστήριξαν πως πρέπει να εκμηδενιστούν με κάθε μέσο για να εξυγιανθεί η οργάνωση από αυτή τη σαβούρα.

Αν σκεφτούμε ότι τα χρόνια αυτά τα μέλη ήταν απομονωμένα και εντελώς άγνωστα μεταξύ τους μέσα στους κλειστούς μορφωτικούς κύκλους, ήταν εύκολο στην κλίκα των μανδαρίνων, που καλλιέργησε το μύθο της αόρατης και σοφής «Εργασίας», να κινεί τα πιόνια και φανατισμένα να τα ρίχνει σε κάθε «εχθρό». Το δυστύχημα για τους μανδαρίνους της «Εργασίας» ήταν πως αυτοί που πέρασαν στο προσκήνιο την περίοδο αυτή για να διαλύσουν την «Τρίτη Κατάσταση» δεν είχαν αφομοιωθεί με το χαρακτήρα και την φύση του Αρχείου. Δεν είχαν αλλοτριωθεί ταξικά και δεν είχαν συγχωνευθεί μέσα σε αυτό. Μαζί με την προσπάθεια για την διάλυση της «Τρίτης Κατάστασης» οι εργάτες αυτοί συγκεντρώσαν ταυτόχρονα γύρω τους τις υπόλοιπες εργατικές δυνάμεις του Αρχείου και τις οδήγησαν σε διέξοδο από την κρίση, μεταμορφώνοντας τους στείρους μορφωτικούς κύκλους που σάπιζαν από αδράνεια στα κεντρικά καφενεία, σε πυρήνες για να δράσουν στους εργατικούς συνοικισμούς και παράλληλα μ’ ένα τρόπο εμπειρικό περνούσαν στην συνδικαλιστική δράση.

Η νέα κρίση

            Από δώ και μπρος, δηλαδή από το 1927 ως το τέλος του 1929 δημιουργήθηκε ένας καθαρός δυισμός μέσα στην οργάνωση. Από το ένα μέρος ξεχώρισαν όλα τα μικροαστικά ηγετικά στοιχεία που εξέφραζαν την χρεοκοπημένη μορφή οργάνωσης και δουλειάς, που πέρασε στο περιθώριο, κι απ’ το άλλο συγκεντρώθηκε η νέα γενιά που οργανώθηκε και άρχισε να συμμετέχει έστω και εμπειρικά μέσα στην κοινωνική δράση.

            Η νέα τους τοποθέτηση και η φύση της δουλειάς απαιτούσε μία ενιαία τακτική και την παρουσία μιας διεύθυνσης που θα κατευθύνει και θα συντονίζει τη δράση τους. Και αυτό ήταν το σημείο που προκάλεσε την έκρηξη που ξέσπασε ανάμεσα στις δύο αυτές ασυμβίβαστες καταστάσεις. Και όμως για τον «Φραξιονισμό» όπως ονομάστηκε αργότερα η ομάδα αυτή των εργατών ήρθε σε ρήξη με την κορυφή της «Εργασίας», το «ιστορικό ντοκουμέντο» δεν έχει να πει ούτε λέξη, τον κήρυξε σε αφάνεια, τον καταχώνιασε με την ελπίδα να απαλλαγεί από αυτόν.

            Και η απάτη συνεχίζεται με την συνειδητή αντιστροφή των γεγονότων. Σ’ αυτούς άλλωστε που απευθύνονται, ήταν βέβαιοι πως δεν θα ζητούσαν να προσκομίσουν στοιχεία αποδεικτικά. Ισχυρίζονταν λοιπόν ότι το 1925 – 1927, η οργάνωση υπέστη φθορά από την Παγκαλική δικτατορία. Η αλήθεια είναι εντελώς το αντίθετο. Οι κλειστοί μορφωτικοί κύκλοι δεν είχαν καμία συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες και ήταν φυσικό να μην δίνουν κανένα στόχο για να υποστούν διωγμούς. Με την διάλυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, την παρανομία του κόμματος, και τον διωγμό των αγωνιστών, ο Αρχειομαρξισμός ευνοήθηκε όπως ήταν φυσικό κι ένας σοβαρός αριθμός στοιχείων από τους διαλυμένους ταξικούς οργανισμούς στρατολογήθηκε απ’ αυτούς που ανήκανε στους κλειστούς «μορφωτικούς κύκλους» που «εκθειάζανε» την παρανομία τους.


Με το πέσιμο της δικτατορίας αυτό το ανθρώπινο υλικό κι ένα μικρό μέρος από παλιά μέλη του Αρχείου –Γκοβόστης, Μάρας, Παπαγιάννης –ήταν που ζητούσαν την εκδήλωση της οργάνωσης, την έκδοση εφημερίδας και την συμμετοχή στους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες. Στα χρόνια της δικτατορίας το Κόμμα δέχτηκε άγριο διωγμό. Οι φυλακές και τα ξερονήσια γέμισαν από εκατοντάδες αγωνιστές όλων των κοινωνικών στρωμάτων που συνδέονταν με τον αγώνα της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών. Στα στρατοδικεία σύρθηκε όλη η ηγεσία του Κόμματος με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η αγωνιστική στάση τους, η διεθνιστική υπεράσπιση των καταπιεζομένων μειονοτήτων μέχρι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης τους, ήταν ένα θαρραλέο κήρυγμα μπροστά στους στρατοδίκες, που καταγράφηκε σαν μία τιμητική και ένδοξη σελίδα στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος στην χώρα μας και που σκόπιμα σήμερα αποσιωπάται από την κομματική ηγεσία. Η τιμή να εκπροσωπήσουν το Κόμμα και να εκφράσουν την επαναστατική του λεβεντιά, ανήκει σ’ αυτούς που σύρθηκαν στο στρατοδικείο και πάνω απ’ όλα στον Παντελή Πουλιόπουλο που ενσάρκωσε περίσσια τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα διαθέτοντας πλούσια πείρα από τη δράση του στο μικρασιατικό μέτωπο. Εμπνευστής και οργανωτής του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών και θυμάτων Πολέμου, που αγκάλιασε και το τελευταίο χωριό σε ολάκερη την χώρα, ήταν η ομάδα των κομμουνιστών αγωνιστών της Μικράς Ασίας. Ήταν η εποχή που η αστική ολιγαρχία έβαζε τα θεμέλια της οικονομικής της προόδου, πάνω στην δυστυχία που σκόρπισε ο πόλεμος και στην προσφυγιά, πνίγοντας στο αίμα την αντίσταση των εργατών με το ξέσπασμα της Γενικής Απεργίας στο Πασαλιμάνι. Απ’ την οργάνωση των Αρχειομαρξιστών κατά την Παγκαλική δικτατορία βρέθηκαν δύο μόνο άτομα στην εξορία απ’ όλη την Ελλάδα κι αυτά, δεν πιάστηκαν σαν μέλη του Αρχείου.

Είναι χρήσιμη με την ευκαιρία αυτή μία σύγκριση. Την ίδια την περίοδο της δικτατορίας πιάστηκε και ο αρχηγός της οργάνωσης Δημήτρης Γιωτόπουλος. Κρατήθηκε ένα κάποιο διάστημα στα χέρια του Φουντάνα, διώκτη των κομμουνιστών τότε, και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς συνέπειες. Γι’ αυτό το μοναδικό και χαρακτηριστικό περιστατικό ποτέ ο ίδιος δεν έκανε λόγο, μα ούτε και το στενό του περιβάλλον.

Στη συνέχεια το ντοκουμέντο του Αρχειομαρξισμού που δημοσίευσε η Ε.Μ.Ε. υποστηρίζει υποκριτικά και μυστηριώδικα, σαν να μην θέλει να φέρει στο φως περισσότερα, γράφει ότι τα μέλη της οργάνωσης ήταν 1.600 και ότι είχαν επιρροή πάνω σε χιλιάδες εργάτες στα συνδικάτα. Πόσο εξογκωμένος είναι ο αριθμός φαίνεται από διάφορα στοιχεία όπως και από τα πρακτικά της Διεθνούς Γραμματείας κατά το σχίσμα του 1934, όπου αναφέρεται ο αριθμός μελών και των δύο αντίπαλων μερίδων του αρχειομαρξιστικού κόμματος : Δ. Γιωτόπουλος 60 μέλη και Γ. Βιτσώρης 75. Σύνολο 135 μέλη.

Αυτά δεν ήταν μόνο εξογκωμένες υπερβολές μα το χειρότερο είναι ότι οι συντάκτες του «ντοκουμέντου», συνειδητά αποκρύβουν το τμήμα της οργάνωσης που είχε μία σταθερή επιρροή στους εργάτες, γιατί ήταν αυτοί που διώκονταν σαν εχθροί της, χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση, με μόνο σκοπό να σταθεροποιήσουν το ανεξέλεγκτο προσωπικό καθεστώς. Το τμήμα που παρουσιάζουν σαν αρνητικό κι ανίκανο να προσαρμοσθεί στη «νέα στροφή της οργάνωσης» το αποτελούσαν οι εργάτες που από 3 χρόνια ανάπνεαν τον ζωογόνο αέρα της κοινωνικής δράσης και βρίσκονταν επικεφαλής εργατικών σωματείων, οργάνωναν απεργίες, κυκλοφορούσαν προκηρύξεις και έβγαζαν συνδικαλιστικά όργανα, αρχίζοντας πρώτα και πρωτοποριακά από το 1927, από το σωματείο Αρτεργατών της Αθήνας «Μόρφωση – Οργάνωση».

Πλαστογραφώντας τα γεγονότα κατόρθωσαν να παρασύρουν δόλια τους συντάχτες της επιστολής του Δ. Γραφείου της Α. Α., τον Οκτ. 1930, που κατηγόρησαν τα μέλη της ομάδας αυτής για λιποτάχτες, υιοθετώντας ανεξέλεγκτα το μύθο της κλίκας του Αρχειου ενάντια στους «Φραξιονιστές», δίνοντας έτσι ηθικό κύρος και ενισχύοντας την ήδη κλονισμένη θέση του Αρχειομαρξισμού.

Η πικρή εμπειρία του Λ. Τρότσκι

Θα μείνει μνημείο κακοπιστίας η συζήτηση που έγινε για την  κατάσταση του κινήματος στην Ελλάδα την άνοιξη του 1932, συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο του Τρότσκι με το Γ. Βιτσώρη. Δεν θα είχαν μεγάλη σημασία λαθεμένες καλόπιστες απαντήσεις του Βιτσώρη.  Μα να εξαπατάς συνειδητά σε μια τόσο υπεύθυνη συζήτηση  και για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα τον συνομιλητή σου , είναι αποκρουστικό και ασυγχώρητο. Και αυτόν τον άθλιο ρόλο ανέλαβε από επαγγελματική συνήθεια να τον εκτελέσει ο Γ. Βιτσώρης.

Αναλογισθείτε τι θα είχε προηγηθεί για να μπει από τον Τρότσκι  ένα ερώτημα όπως αυτό: « Είναι μεγαλύτερη η επιρροή του κόμματος στην  ΕΓΣΕ από  την δικιά μας;» πράγμα άλλωστε που αποκαλύπτεται και από την απάντηση του Βιτσώρη: « Το κόμμα κρατάει την ηγεσία με τεχνητά και βίαια μέσα». Και ακολουθούν ανάλογες τερατολογίες: ότι τα μέλη της οργάνωσης ήταν 1600, ενώ στην πραγματικότητα τα οργανωμένα μέλη δεν ξεπερνούσαν τα 250 σε όλη την Ελλάδα ότι οι Φραξιονιστές ήταν 30 και ότι αρκετοί από αυτούς ξαναγύρισαν στο Κ. κόμμα λες και προερχόταν απ΄ αυτό.  Ας αφήσουμε τη σύγχυση που χαρακτήριζε τη θέση για το εθνικό ζήτημα που ήταν τόσο βαθιά διαποτισμένη από τα επίσημα στοιχεία του κράτους, ώστε να ακούσει ο Βιτσώρης ύστερα από αυτό, ένα διεθνιστικό μάθημα από τον Τρότσκι. Ακολούθησαν και άλλες απαντήσεις γεμάτες ανακρίβειες, όπως π.χ   η εκκλησιαστική περιούσια ήταν μικρή κλπ.

Στο ντοκουμέντο που αναφέρεται στην κρίση της οργάνωσης του Αρχείου το 1934 ο Βήτα (Δ. Γιωτόπουλος) παρουσιάζεται  να παραβιάζει τις μπολσεβίκικες αρχές. Μπολσεβίκικες αρχές ο Γιωτόπουλος, τι ειρωνεία!

Από το ανοιχτό γράμμα στα μέλη της οργάνωσης πάνω στην κρίση του ελληνικού τμήματος, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς από το ένα μέρος, σ΄ όλη του τη μεγαλοπρέπεια, τις ξεπερασμένες αρχειομαρξιστικές μεθόδους, που μεταφέρθηκαν στο κέντρο της Διεθνούς οργάνωσης χάρις στην παραβίαση των αρχών που πρέπει να ρυθμίζουν τις σχέσεις των επαναστατικών οργανώσεων και όχι όπως λένε από την έλλειψη πείρας, και απ΄ το άλλο μέρος είναι να θλίβεται κανείς γιατί η παρουσία του Δ. Γιωτοπούλου στο Διεθνές κέντρο το υποβάθμιζε αφάνταστα, τη στιγμή που σ΄αυτό συγκεντρώνονταν όλες οι ελπίδες  για την αναγέννηση του επαναστατικού κινήματος μπροστά στα τόσο κρίσιμα χρόνια που κυλούσαν , φέρνοντας την κοσμοχαλασιά και τον όλεθρο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Έτσι υποχρεώθηκε ο Τρότσκι να γράψει: «Για μεγάλη μου λύπη το περιεχόμενο αυτού του γράμματος είναι απογοητευτικό στον υπέρτατο βαθμό. Το γράμμα είναι γραμμένο με ανήκουστη εχθρότητα και εξαιρετική κακεντρέχεια, ο τόνος του γράμματος πέρα για πέρα δηλητηριώδης». Και συνεχίζει αλλού: «Αλλά ο σ. Βήτα έφερε μαζί του μια έτοιμη αρχή: «εγώ είμαι η Διεθνής Γραμματεία». Όταν συνάντησε φυσική αντίδραση, έβαλε σκοπό να κυριαρχήσει σε όλη τη Διεθνή Γραμματεία με οργανωτικά μέτρα στα παρασκήνια. Έτσι συστηματικά και με ένα σχέδιο, άρχισε  πίσω από την πλάτη της Δ.Γ. και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ένωσης να υποδαυλίζει όλων των ειδών τις δυσαρέσκειες, να εκθέτει την Δ.Γ., μη διστάζοντας να κάνει σκόπιμα ακόμα και ψεύτικες δηλώσεις κλπ.» (Από γράμματα του Λ. Τρότσκι που δημοσιεύτηκαν στην ΕΜΕ σ.77).

Εδώ είναι που ο Αρχειομαρξισμός έδειξε την πραγματική του μορφή και επέτρεψε στον Τρότσκι να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα του Αρχειομαρξισμού και να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα προτείνοντας τα παρακάτω μέτρα: « Είναι απαραίτητο – τονίζει- να μελετήσουμε από πολύ κοντύτερα και πολύ σοβαρότερα απ΄ ότι κάνουμε μέχρι τώρα, το παρελθόν των Αρχειομαρξιστών, τη φιλολογία τους, τα αισθήματα τους, τις οργανωτικές τους μεθόδους , τις αιτίες των εσωτερικών τους σχισμάτων… στο βάθος, στο εσωτερικό της συνείδησης του είναι ξένος προς την Α.Α., προσχώρησε σ΄ αυτή μόνο  επεισοδιακά και προσωρινά.»  (Σπάρτακος 6.7.1934 σ.55)

Αυτές οι απόψεις, τόσο αντικειμενικές και θεμελιωμένες σε αρχές, είναι ένα σκληρό μάθημα για όλους αυτούς που τον  παραπλάνησαν, άλλοι καλόπιστα και άλλοι δόλια.

Έλλειψη αυτοκριτικής

Περιμέναμε να δούμε ύστερα απ΄ αυτές τις θέσεις του Λ. Τρότσκι, κάποια αυτοκριτική όχι με την καθιερωμένη διαδικασία αυτοκριτικής όπως γίνεται μετά τον θάνατο του Λένιν από την γραφειοκρατία, υποκριτικά, με δουλικότητα και αυτοεξευτελισμό, αλλά  με μια κριτική δημιουργική, που αναζητάει τις αιτίες που οδήγησαν στο λάθος, και που ανεβάζει το πνευματικό, ιδεολογικό, και πολιτικό κριτήριο των αγωνιστών ολόκληρης της τάξης. Παράδειγμα κλασικό και τόσο διδακτικό έχουμε την ιστορία του Μπολσεβικικού κόμματος. Όλοι οι ηγέτες του ασφαλώς έχουν κάνει λάθη και ανάμεσα τους το λάθος του Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ στην προπαρασκευή της εξέγερσης. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το Κόμμα στα χρόνια του Λένιν  να έχει τον Ζηνόβιεφ πρόεδρο της  Κ.Δ. στην ηρωική εποχή της, που ήταν το διεθνές επαναστατικό κέντρο, και τον Κάμενεφ  σε υπεύθυνες ηγετικές θέσεις του Κόμματος και του σοβιετικού κράτους. Δυστυχώς μια  τέτοια αυτοκριτική για το σφάλμα της αναγνώρισης του αρχειομαρξισμού σαν ελληνικού τμήματος της Δ.Α.Α. δεν ήρθε σε γνώση μας, και ούτε ποτέ ακούστηκε κάτι τέτοιο, ούτε και από την ομάδα που αποσχίσθηκε το 1944 απ΄ τον Αρχειομαρξισμό.

Το Διεθνιστικό Εργατικό Κίνημα της Αριστερής Αντιπολίτευσης ή όπως καθιερώθηκε αργότερα να ονομάζεται «Τροτσκιστικό» δεινοπάθησε σκληρά στη χώρα μας με την αναγνώριση του Αρχειομαρξισμού από μέρους του Δ. Γραφείου που προκάλεσε σύγχυση σε μια μεγάλη και κρίσιμη ιστορική εποχή. Η σκοτεινή σκιά που σέρνεται ανάμεσα μας από τότε εγκυμονεί σήμερα σοβαρό κίνδυνο μέσα στις με πενιχρό εργατικό δυναμικό οργανώσεις με την αναβίωση αυτών των μεθόδων, των τόσο αποκρουστικών, των γεμάτων με κακεντρέχεια, που δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Τρότσκι.

Πολύτιμο κεφάλαιο για τα νέα γενιά που έρχεται κάθε φορά στο προσκήνιο είναι η γνώση της ιστορικής πείρας του εργατικού κινήματος κι η επεξεργασία της για να βγουν τα κατάλληλα διδάγματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει εκείνη της Α.Α. βγαλμένη από την θεωρητική αντιμετώπιση των προβλημάτων και την κοινωνική δράση. Η διανοουμενίστικη εγωιστική και αναρχούμενη αντίληψη, που υπάρχει σ΄ ένα αρκετό βαθμό σαν κοινωνική συμπεριφορά και που εκδηλώνεται με το ότι η ιστορία αρχίζει από μένα, έχει σαν αποτέλεσμα να επικρατήσει για αρκετά πολύτιμα χρόνια, μια διασπορά των δυνάμεων που τους αποξενώνει απ’  την  βασική επιδίωξη πού είναι να ταυτιστούν  και να αφομοιωθούν  μέσα στον κύριο επαναστατικό κορμό που είναι η εργατική τάξη. Κι όλα αυτά, γίνονται με αναφορά στην παράδοση του Μπολσεβικισμού που ήταν ο φορέας του προλεταριακού συγκεντρωτισμού, και συσπείρωσε γύρω τους τις κοινωνικές δυνάμεις, τη μοναδική προϋπόθεση για τη νίκη και την οργάνωση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, χωρίς προνόμια και χωρίς διακρίσεις, συντρίβοντας το πνεύμα της ιεραρχίας, που πάνω του θρονιάστηκε το καρκίνωμα της γραφειοκρατίας

Αυτή η σοβαρή επιδίωξη που προϋποθέτει συνειδητή προσπάθεια, οι συντάκτες των «Τετραδίων»  ας την χαράξουν έτσι που να φτάσουν σε κάποιο καθορισμένο σκοπό. Αυτός ο σκοπός δεν πρέπει να περιορίζεται και να εξαντλείται στην περιγραφή των επιτυχιών και στο φόρο τιμής για τα ηρωικά θύματα του αγώνα μόνο, αλλά μαζί μ’ αυτά  και σε μια αυστηρή αντικειμενική καταγραφή και διαπίστωση όσο είναι φυσικά δυνατόν, των λαθών και αδυναμιών, όπως παρουσιάσθηκαν μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες και να διαπιστωθούν τα αίτια που τις προκάλεσαν. Αλλά μια τόσο  υπεύθυνη δουλειά δεν μπορούν να την αναλάβουν άνθρωποι ακατατόπιστοι ή στοιχεία γεμάτα υποκειμενισμό με την φιλοσοφία να προσαρμόσουν τα γεγονότα στα δικά τους μέτρα. «Τι μπορεί κανείς να βγάλει από τέτοια κούφια καρύδια; Τούτο δεν μιλά μήτε στην καρδία μήτε στην αφή» έλεγε ο Μαγιακόφσκι.

Όχι μόνο δεν βάζει κανείς περιορισμούς στη συγκέντρωση στοιχείων, μα επιβάλλεται σαν καθήκον η συστηματική περισυλλογή και μελέτη τους για να βγούν χρήσιμα συμπεράσματα και να φωτίσουν καταστάσεις και προβλήματα που διαγράφονται θαμπά στην ιστορική πορεία. Τα μηνύματα του Γκντάνσκ ανοίγουν  μια σοβαρή προοπτική ανυπολόγιστης σημασίας στον  τομέα αυτό.

Οι πληροφορίες που θα καταγραφούν πρέπει να λεχθούν με μεγάλη προσοχή, να προέρχονται από ντοκουμέντα των αντιπολιτευτικών οργανώσεων από την περίοδο της εμφάνισης τους, τη θεωρητική συμβολή τους και πείρα από τον τομέα της κοινωνικής τους δράσης, το πώς επιδράσανε μέσα σ΄ αυτόν  και τελικά την ικανότητα προσαρμογής μέσα στις εναλλασσόμενες συνθήκες με τη δυνατή ακρίβεια και αντικειμενικότητα.

   Αθήνα, Δεκέμβρης 1980


Υ.Γ. Η φώτο με τον Μιχάλη Ράπτη στην εξορία είναι από το προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Κατσορίδα, όπως δημοσιεύτηκε στο ιστορικό λεύκωμα για τα 100 χρόνια από την ιστορία της Γ.Σ.Ε.Ε. σελ. 101

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ, "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση 1929- 1938"

Πριν λίγες μέρες εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ με τίτλο "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση, (1929-1938). Το βιβλίο βγήκε από τις...