Σάββατο 3 Απριλίου 2021

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

[ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΔΑΥΛΟΣ»]


Γράφτηκε: το 1933
Πηγή: Μπροσούρα της Κ.Ο.Μ.Λ.Ε.Α. (Αρχειομαρξιστών). Έκδοση της «Πάλης των Τάξεων»
Σύνταξη-Επιμέλεια: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης– Γ. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, Νοέμβρης 2008


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Λένιν πέθανε στην κρισιμότερη στιγμή της μεταπολεμικής ιστορίας της Επανάστασης. Ο θάνατος του υπήρξε η μεγαλύτερη απώλεια για το Κόμμα των Μπολσεβίκων και για την Κομμουνιστική Διεθνή. Πέθανε ακριβώς τη στιγμή που μαζί με τον πιο μεγάλο του συνεργάτη και συμπολεμιστή, τον άνθρωπο στον οποίο ανέθεσε την οργάνωση της Οκτωβριανής Επανάστασης και τη δημιουργία του Κόκκινου Στρατού, άρχιζε την πιο αδιάλλακτη πάλη ενάντια στη γραφειοκρατία που οι συνθήκες της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου είχαν δημιουργήσει και η οποία σημαντικά δυναμωμένη πλέον και ριζωμένη μέσα στο Κόμμα απειλούσε να το παραλύσει, να εξαφανίσει την εσωτερική πολιτική του ζωή, να το μεταβάλλει σ’ ένα δυσκίνητο εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων μιας ανεξέλεγκτης διεύθυνσης και να το ρίξει μακριά από τις θεμελιώδεις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού και του διεθνισμού.

Η κρίση των «ψαλιδιών» –συνεχής αύξηση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων και ελάττωση των τιμών των γεωργικών προϊόντων– που ξέσπασε στο δεύτερο εξάμηνο του 1923 και που απείλησε το σπάσιμο της συμμαχίας του προλεταριάτου και των αγροτών πάνω στην οποία στηρίζεται η δικτατορία του προλεταριάτου, έθεσε επί τάπητος όχι μονάχα τα ζητήματα που αφορούσαν την οργάνωση της σοβιετικής οικονομίας αλλά και τα προβλήματα της εσωτερικής κατάστασης του Κόμματος, του εσωτερικού του καθεστώτος.

* * *

Μετά την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο η Ρωσία πέρασε από τα φοβερά χρόνια του εμφυλίου πολέμου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Επί τρία ολόκληρα χρόνια υπήρξε ένα απέραντο πεδίο μάχης. Οι συμμορίες των λευκών και τα στρατεύματα των ξένων ιμπεριαλιστών απ’ όπου κι αν πέρασαν δεν άφησαν λίθον επί λίθου. Τα εργοστάσια καταστράφηκαν. Τα χωριά πυρπολήθηκαν. Πληθυσμοί ολόκληροι κατασφάχτηκαν. Τα σπαρτά κάηκαν. Όλες οι δυνάμεις της χώρας ρίχτηκαν στον σκληρό αγώνα για την σωτηρία της Επανάστασης και για την οργάνωση του προλεταριακού κράτους. Τα πιο έμπειρα και φωτισμένα στελέχη του Κόμματος αφοσιώθηκαν στην επίλυση των μεγάλων αυτών προβλημάτων περιορίζοντας έτσι κατ’ ανάγκη τη συμμετοχή τους μέσα στην εσωτερική ζωή του Κόμματος. Οι πυρήνες των εργοστασίων εξασθένησαν γιατί το μεγαλύτερο μέρος των εργατών μελών του Κόμματος σκοτώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο ή ρίχτηκαν μέσα στον κρατικό μηχανισμό και στο μηχανισμό των Συνδικάτων. Μεγάλος αριθμός νέων μελών μπήκε στο κόμμα κι όχι μονάχα στοιχεία ειλικρινή κι αφοσιωμένα στην Επανάσταση μα και κάθε μορφής τυχοδιώκτες, αρριβίστες και φιλόδοξοι, άνθρωποι που δεν εύρισκαν καθόλου δυσάρεστο να βρίσκονται μέσα στις γραμμές του κόμματος που κυβερνούσε. Μα τότε ο Λένιν ζούσε και μαζί με τον Τρότσκι και τους άλλους πρωτεργάτες της Επανάστασης διηύθυνε το Κόμμα. Ήταν μια διεύθυνση που έβλεπε καθαρά, που αντιμετώπιζε την κατάσταση όπως ήταν και προπαντός που καταλάβαινε ποιο μεγάλο ρόλο έπαιξε κι είχε στο μέλλον να παίξει το Κόμμα. Κι ήξερε να το προφυλάγει απ’ όλους τους κινδύνους. Τα ύποπτα στοιχεία, οι αριβιστές και οι φιλόδοξοι δεν μπόρεσαν να ριζώσουν μέσα στο Κόμμα. Έγιναν αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις.

Μέσα στα δύσκολα αυτά χρόνια του «πολεμικού κομμουνισμού» που τα πάντα ήταν κατ’ ανάγκη συγκεντρωμένα στα χέρια της διεύθυνσης –μιας διεύθυνσης στην οποία το Κόμμα έτρεφε απεριόριστη εμπιστοσύνη– η δημοκρατία μέσα στο Κόμμα είχε περιοριστεί. Η «παλιά φρουρά», η γενιά των μπολσεβίκων που επί ένα τέταρτο αιώνος είχε χαλυβδωθεί στην πάλη κατά του τσαρισμού, αποτέλεσε ένα είδος δικτατορίας μέσα στο Κόμμα. Αυτή σκέπτονταν. Αυτή έλυνε τα ζητήματα. Η νέα γενιά την ακολουθούσε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς την εποχή εκείνη, την πιο θυελλώδη εποχή που γνώρισε η ιστορία της ανθρωπότητας.

Ο εμφύλιος πόλεμος τέλειωσε. Το προλεταριάτο με το Κόμμα των Μπολσεβίκων επικεφαλής νίκησε τους εχθρούς του. Η Επανάσταση του Οχτώβρη στερεώθηκε. Καινούρια προβλήματα έμπαιναν προς λύση. Και πρώτ’ απ’ όλα το πρόβλημα της αναδιοργάνωσης της οικονομίας, της ανόρθωσης της βιομηχανίας ολότελα σχεδόν κατεστραμμένης από τα χρόνια του ιμπεριαλιστικού πολέμου, της Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Το πρόβλημα ήταν τεράστιο. Το κίνημα στις άλλες χώρες άρχιζε να μπαίνει σε μια περίοδο ύφεσης κι η Ρωσία απομονώνονταν. Η κατάσταση επέβαλε μεγάλους ελιγμούς και υποχωρήσεις. Η ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική) αντικαθιστούσε τον «πολεμικό κομμουνισμό» ανασυνιστώντας ως ένα βαθμό την ιδιωτική αγορά, παρέχοντας με περιορισμούς το δικαίωμα της συσσώρευσης και δημιουργώντας έτσι καινούρια εκμεταλλευτικά στρώματα στην πόλη και στο χωριό. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας καθυστερούσε, προπαντός της μεγάλης εθνικοποιημένης βιομηχανίας. Η απειρία και τα σφάλματα προκαλούσαν μεγάλη σπατάλη δυνάμεων που την επέτεινε η έλλειψη ενός γενικού σχεδίου, πάνω στη βάση του οποίου θα επιδιώκονταν η αναδιοργάνωση της Οικονομίας. Το 12ο Συνέδριο του Κόμματος (Άνοιξη 1923) έκανε μια βαθιά εξέταση της κατάστασης αυτής και πήρε μια σειρά αποφάσεων, ιδίως πάνω στο ζήτημα της συγκέντρωσης της βιομηχανίας και της ανάγκης επεξεργασίας ενός σχεδίου παραγωγής (Γκοσπλάν) σύμφωνα με την πρόταση του σ. Τρότσκι. Μα οι αποφάσεις αυτές δεν εκτελέστηκαν κι η κρίση των «ψαλιδιών» που αναφέραμε παραπάνω αποκάλυψε όλη τη σοβαρότητα της κατάστασης και τους μεγάλους κινδύνους που περιέκλειε.

Και τότε φάνηκε σ’ όλη του την έκταση το πρόβλημα του εσωτερικού καθεστώτος του Κόμματος. Η μάζα του Κόμματος δεν συμμετείχε στην πολιτική ζωή του. Η «παλιά φρουρά» εξακολουθούσε να σκέπτεται για λογαριασμό της. Στ’ ανώτερα πόστα του Κόμματος, επωφελούμενα της απασχόλησης των πιο φωτισμένων στελεχών του με τα μεγάλα προβλήματα της Επανάστασης, του εμφυλίου πολέμου και της οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας, είχαν ριζώσει στοιχεία γραφειοκρατικά, άνθρωποι με μέτριες ικανότητες, που είχαν κάθε λόγο να φοβούνται τον έλεγχο της βάσης και τα όποια συνδεόμενα κατά διαφόρους τρόπους με στρώματα αντιπρολεταριακά κι εκμεταλλευτικά (νέπμαν, κουλάκους) αντανακλούσαν ασυνείδητα τα συμφέροντα και τις βλέψεις τους μέσα στο Κόμμα. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Ο Λένιν, ο Τρότσκι και ένα μέρος των παλιών τους συνεργατών τον αντελήφθησαν και ανέλαβαν μια πάλη εναντίον του. Ο Τρότσκι στο υπόμνημα του της 8ης Οκτωβρίου 1923 που υπέβαλε στην Κ.Ε. τόνιζε την ανάγκη της καταπολέμησης του κινδύνου αυτού και πρότεινε την εφαρμογή των αποφάσεων του 10ου Συνεδρίου για την «προλεταριακή δημοκρατία» μέσα στο Κόμμα. Το υπόμνημα αυτό και το γράμμα του της 8ης Δεκεμβρίου προς τη Συνέλευση της Κομματικής Οργάνωσης της Μόσχας που δημοσιεύτηκε και στην «Πράβδα» προκάλεσαν την εξέγερση της γραφειοκρατίας και μια πάλη άνομη, στηριζόμενη σε παραποιήσεις της ιστορίας, σε συκοφαντίες πρωτοφανείς και σε διαστρεβλώσεις παλιών του απόψεων, εξαπολύθηκε εναντίον του Οργανωτού της Οχτωβριανής Επανάστασης και δημιουργού του Κόκκινου Στρατού.

Άρρωστος και βρισκόμενος στο τέλος της ζωής του ο Λένιν παρακολουθούσε μ’ αγωνία την πάλη αυτή και στη διαθήκη του την οποία για ένα μεγάλο διάστημα ο Στάλιν απέκρυψε από το Κόμμα και την οποία έφερε σε φως η γυναίκα του Λένιν, σ. Κρούπσκαγια, τόνιζε τους κινδύνους που περιέκλειε η διατήρηση του Στάλιν στη θέση του γραμματέα της Κ. Ε. Στη διαθήκη του αυτή ο Λένιν αποκαλούσε τον Στάλιν «αγροίκο» και «ανέντιμο» και ζητούσε την αντικατάσταση του για ν’ αποφύγει το Κόμμα τον κίνδυνο του σχίσματος.

Εν τω μεταξύ η ήττα της Γερμανικής Επανάστασης του 1923 άνοιγε μια νέα περίοδο στην Ιστορία του παγκόσμιου κινήματος και της Σοβιετικής Ρωσίας. Το επαναστατικό κίνημα έπαιρνε την προς το κάτω πορεία και ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός με τη βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας και του αμερικάνικου κεφαλαίου εξασφάλιζε μια προσωρινή σταθεροποίηση. Η Σοβιετική Ρωσία απομονώνονταν μέσα στο καπιταλιστικό περικύκλωμα χωρίς να μπορεί να περιμένει μια άμεση βοήθεια από το προλεταριάτο των άλλων χωρών. Η ήττα της Γερμανικής Επανάστασης ερχόμενη μετά την ήττα της Αγγλικής και της Ουγγρικής, προκαλούσε μια απογοήτευση μέσα σε μεγάλα στρώματα του Ρωσικού προλεταριάτου που εύρισκε την αντανάκλαση της και μέσα στο Κόμμα. Ύστερα από την υπερένταση των δυνάμεων κατά την Επανάσταση και τον εμφύλιο πόλεμο, έρχονταν η υπερκόπωση κι η τάση προς μια ανάπαυλα. Ο γραφειοκράτης που στερέωσε τη θέση του μέσα στο Κόμμα ή στον κρατικό μηχανισμό και ο οποίος ήθελε ν’ απολαύσει τ’ αγαθά της νέας του κατάστασης, καλλιεργούσε την ιδέα της εγκατάλειψης της «ουτοπίας» της παγκόσμιας επανάστασης. Από κει ξεκίνησε και διαμορφώθηκε το σύνολο των ιδεών που αποτέλεσαν αργότερα την αντιδραστική εθνικοσοσιαλιστική θεωρία της «ανοικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα», πάνω στη βάση της οποίας πραγματοποιήθηκαν όλα τα μετέπειτα ζιγκ-ζαγκ του σταλινισμού. Η θεωρία της «Διαρκούς Επανάστασης», την οποία ο Τρότσκι διατύπωσε στα 1905 και της οποίας λαμπρότερη επιβεβαίωση υπήρξε η Επανάσταση του Οκτώβρη, συγκέντρωσε όλα τα πυρά της κεντριστικής γραφειοκρατίας, παρουσιάστηκε στο Κόμμα ολότελα παραποιημένη και συκοφαντημένη, και κάτω από τη σημαία της πάλης κατά του «τροτσκισμού» χτύπησε όλο το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Λένιν. Οι πόρτες του Κόμματος άνοιξαν διάπλατα και εκατοντάδες χιλιάδες νέων μελών άπειρων και στα οποία η ιστορία του Κόμματος και των πρωτεργατών της Επανάστασης μεταδόθηκε ολότελα πλαστογραφημένη αλλοίωσαν τη σύνθεση του κι αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία ο σταλινισμός ενισχυόμενος από τη δεξιά πτέρυγα του Κόμματος στηρίχτηκε για να εξοντώσει την αριστερή πτέρυγα, την πτέρυγα που αγωνίστηκε σκληρά και αδιάλλακτα για να κρατήσει το Κόμμα πάνω στη γραμμή του λενινισμού.

Η πάλη υπήρξε δραματική και άνιση. Ολόκληρος ο μηχανισμός του Κόμματος και του Κράτους χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση των Μπολσεβίκων - Λενινιστών. Περνώντας τα σύνορα της Σοβιετικής Ρωσίας η πάλη αυτή απλώθηκε σ’ ολόκληρη την Κομμουνιστική Διεθνή και διεξήχθηκε με τα πιο ταξικώς ανήθικα μέσα. Ο Τρότσκι αποκλείστηκε από το Κόμμα και τη Διεθνή στα 1927 κι εναντίον του εκτοξεύτηκε η πιο άτιμη κατηγορία: ότι μαζί με έναν αξιωματικό του Βράγκελ συνόμωσε εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας για τη δημιουργία της οποίας έδωσε όλη τη ζωή του και της οποίας υπήρξε και παραμένει ο πιο πιστός και ακλόνητος υπερασπιστής. Του αρνήθηκαν το δικαίωμα να παραμείνει μέσα στη Σοβιετική Ρωσία. Όργανα της Γκεπεού τον πέταξαν με τη βία έξω από τα σύνορά της και έφτασαν ως το σημείο να του στερήσουν ακόμα και την ιδιότητα του Ρώσου πολίτη. 8.000 Μπολσεβίκοι-Λενινιστές βρίσκονται φυλακισμένοι και εξόριστοι στις στέπες της Σιβηρίας, στις ίδιες στέπες που άλλοτε τους είχε ρίξει η Οχράνα του Τσάρου ενώ ο Μπλούμκιν, ο Ραμπίνοβιτς, ο Ζινζάντζε, η Τσουλουκίτζε κι άλλοι αντιπολιτευόμενοι πλήρωσαν με τη ζωή τους την προσήλωσή τους στις αρχές του λενινισμού.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και μ’ αυτά τα μέσα επεκράτησε ο σταλινισμός για να οδηγήσει τη Σοβιετική Ρωσία και το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα από ήττα σε ήττα κι από καταστροφή σε καταστροφή.

* * *

Η μικρή αυτή μπροσούρα θίγει σε γενικές γραμμές όλα τα σημεία πάνω στα όποια διεξήχθηκε η πάλη μεταξύ σταλινισμού και Αριστερής Αντιπολίτευσης. Τα δυο πρώτα κεφάλαια της είναι μεταφρασμένα από τα γαλλικά. Το κεφάλαιο που άφορα το «Αντιπολεμικό Συνέδριο» είναι γραμμένο από μας.

Σήμερα που το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα μπαίνει σε μια καινούρια περίοδο ανόδου και μέσα στη χώρα μας ανοίγονται οι πιο μεγάλες προοπτικές για την επαναστατική πρωτοπορία, η έκδοση της μπροσούρας αυτής που κατά τρόπο απλό και σύντομο ξεκαθαρίζει τις διαφορές της Αντιπολίτευσης με το σταλινισμό, νομίζουμε πως πραγματικά ικανοποιεί μια άμεση κι επιτακτική ανάγκη.

Αθήνα, Δεκέμβριος 1932.








ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Να μια σύντομη μπροσούρα που συνοψίζει μερικές από τις ιδέες που αντιτάσσουν τη μαρξιστική πτέρυγα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη γραφειοκρατική κεντριστική φράξια (Στάλιν). Δεν διατεινόμαστε ότι τα λέμε όλα εδώ: Πολύ μάλιστα απέχουμε απ’ αυτό. Άλλες μπροσούρες θα την συμπληρώσουν. Μόλα ταύτα θα συντελέσει στο να ξεκαθαρίσει στα μάτια της κομμουνιστικής πρωτοπορίας την πλατφόρμα της Κομμουνιστικής Λίγκα (γαλλικού τμήματος της Αριστερής Κομμουνιστικής Αντιπολίτευσης). Θα είναι ένα καλό όργανο προπαγάνδας στα χέρια των νέων οπαδών μελών μας.

Η μπροσούρα αυτή συντάχτηκε εδώ και κάμποσες βδομάδες. Μόνο οι υλικές δυσκολίες μας εμπόδισαν να την εκδόσουμε νωρίτερα. Γι’ αυτό θάπρεπε να είχε συμπληρωθεί τουλάχιστο σ’ ένα σημείο. Στο σημείο που άφορα την κατάσταση της Γερμανίας.

Από τότε που η μπροσούρα αυτή γράφτηκε διαδραματίστηκε μια νέα φάση της πάλης των τάξεων στη Γερμανία. Πρόκειται για την προσπάθεια της αντιδραστικής, στρατοκρατικής, βοναπαρτιστικής κυβέρνησης Πάπεν-Σλάιχερ να υπερπηδήσει την οικονομική καταστροφή, χωρίς να θέση άμεσα τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές στη διεύθυνση τον Κράτους. Φυσικά, η προσπάθεια αυτή των στρατιωτικών, βιομηχανικών και καπιταλιστικών αγροτικών στοιχείων δεν σημαίνει κι εξαφάνιση της φασιστικής απειλής. Απεναντίας προϋποθέτει την απειλή αυτή. Και γι’ αυτό η τακτική πάλης που η Αριστερή Αντιπολίτευση υπεράσπισε, διατηρεί όλη της την αξία, βρίσκει μάλιστα μέσα στη σημερινή φάση την πιο χτυπητή δικαίωσή της.

Πάνω στη νέα όψη της γερμανικής κατάστασης, όλοι οι σύντροφοί μας πρέπει να διαβάσουν την μπροσούρα του Τρότσκι, «Ο Μόνος Δρόμος» που βγαίνει μαζί μ’ αυτό το φυλλάδιο.

Θα θέλαμε επίσης να προσθέσουμε στη μπροσούρα αυτή ένα κεφάλαιο σχετικά με την τακτική των κομμουνιστών στο ζήτημα τον Αντιπολεμικού Συνεδρίου του Άμστερνταμ. Ο χώρος όμως δεν μας επιτρέπει. Θα το κάνουμε αργότερα.

Υπάρχει ήδη σ’ αυτή την μπροσούρα ένα αρκετά σημαντικό υλικό, που θα μας βοηθήσει πολύ στο πιο επείγον από κάθε άλλη φορά καθήκον μας σήμερα που είναι να. κατακτήσουμε το Κόμμα, το Κόμμα μας και την Κομμουνιστική Διεθνή μας, στις ιδέες του Μαρξ και του Λένιν, από τις οποίες ολίγο κατ’ ολίγο απομακρύνθηκαν από το μηχανισμό του σταλινικού κεντρισμού.

1 Οκτωβρίου 1932


ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Η καπιταλιστική κοινωνία περνά εδώ και τρία χρόνια τώρα την πιο μεγάλη και οξεία κρίση που μέχρι σήμερα γνώρισε. Πολυάριθμες επιχειρήσεις κλείνουν τις πόρτες τους. Εκατομμύρια ανέργων είναι βουτηγμένα στην πιο φρικτή αθλιότητα. Ο εμφύλιος πόλεμος ξεσπά η υποβόσκει στην Ισπανία, στη Γερμανία, στις Ινδίες –στην Κίνα μια καινούρια σύγκρουση διαδραματίζεται– τα νομίσματα καταρρέουν – οι κυβερνήσεις κλονίζονται σε κάθε τους βήμα. Από παντού τα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας τρίζουν. Κι εντούτοις η κοινωνία αυτή εξακολουθεί να υφίσταται. Ο καπιταλισμός κερδίζει χρόνο, το χρόνο που του αφήνει η εργατική τάξη, η οποία μέσα στις περισσότερες χώρες αδύνατα ακόμα αντιστέκεται στην επίθεση που διεξάγεται ενάντια στο επίπεδο ζωής της, ενάντια στα πολιτικά δικαιώματα που κατέκτησε με μεγάλους και σκληρούς αγώνες στο παρελθόν και σε πολλά σημεία υποχωρεί ακόμα. Πού οφείλεται η τραγική αυτή κατάσταση; Πού οφείλεται η σημερινή αδυναμία του προλεταριάτου που επιτρέπει στη μπουρζουαζία να βρει σ’ αυτή μια προσωρινή διέξοδο; Η μεγάλη επιρροή που εξασκεί πάνω σ’ εκατομμύρια εργατών η σοσιαλδημοκρατία για να τους κρατεί μέσα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, είναι μια από τις σπουδαιότερες αιτίες. Μα η εξήγηση αυτή δεν φτάνει. Στο τέλος του ιμπεριαλιστικού πολέμου του 1914-1918 ένα επαναστατικό κύμα ξέσπασε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν ακόμα πολύ ισχυρή. Μα απέναντι στα παλιά κόμματα της Β΄ Διεθνούς γεννιούνταν και ορθώνονταν τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα για να οδηγήσουν τους προλετάριους πάνω στο δρόμο της επανάστασης.

Τα κόμματα αυτά διευθύνονταν από την Κομμουνιστική Διεθνή, θεμελιωμένη πάνω στη βάση του Μπολσεβικικού Κόμματος, της προδοσίας της σοσιαλδημοκρατίας και της Επανάστασης του Οχτώβρη, κατά την οποία οι ρωσικές μάζες με τη νικήτρια ένοπλη εξέγερσή τους εγκαθίδρυσαν τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Μέσα σε μια κατάσταση γεμάτη τόσες αντιφάσεις όσο η σημερινή, καθένας θέτει στον εαυτό του το ερώτημα: Πώς συμβαίνει ώστε η Κομμουνιστική Διεθνής και τα κομμουνιστικά της κόμματα που πέρασαν πια από το στάδιο της συγκρότησής τους δεν κατορθώνουν να τραβήξουν τις μάζες σ’ έναν αμείλιχτο αγώνα ενάντια σ’ ένα σύστημα κοινωνικό μέσα στο οποίο είναι ολοφάνερο ότι εκατομμύρια παραγωγών είναι βουτηγμένα στην αθλιότητα, ακριβώς γιατί έχουν παραγάγει πολλά; Πώς εξηγείται το γεγονός ότι η Κομμουνιστική Διεθνής και τα τμήματά της, μ’ όλο το κύρος που τους δίνει μπροστά σ’ ολόκληρο τον κόσμο η νίκη του Οχτώβρη, είναι σήμερα λιγότερο ικανά από το Κόμμα των Μπολσεβίκων που στα 1917 μόλις ήταν γνωστό;

Εδώ και κάμποσα χρόνια τόσο οι οργανωμένες δυνάμεις όσο και η επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων συνεχώς ελαττώνονται. Αφού προσπάθησαν πρώτα να κρύψουν το γεγονός αυτό, οι διευθύνοντες την Κομμουνιστική Διεθνή αναγκάστηκαν κατόπιν να το αναγνωρίσουν. Τόσο ήταν ολοφάνερο και αδιαμφισβήτητο. Η οργάνωση είναι εξαρθρωμένη. Δεν έχει εσωτερική ζωή. Η μια στροφή διαδέχεται την άλλη χωρίς καμιά αλλαγή να φέρνει στο εσωτερικό του Κόμματος. Οι ανήσυχες για την τύχη τους μάζες δεν έχουν την απαραίτητη εμπιστοσύνη προς τα κομμουνιστικά κόμματα για να ριχτούν μέσα στη μάχη, για ν’ απαντήσουν στα συνθήματά τους. Και, καθώς έξω από τα κομμουνιστικά κόμματα κανένα πολιτικό συγκρότημα δεν υπάρχει που να θέλει και να μπορεί να διεξαγάγει έναν αποφασιστικό αγώνα κατά του καπιταλισμού και να εργαστεί για να οργανώσει, προς τον σκοπό αυτό τις μάζες, οι μάζες μένουν απροσανατόλιστες.

Τα διευθυντικά όργανα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και των τμημάτων της προσπαθούν να βρουν τις αιτίες της κατάστασής τους και των κακών τους σχέσεων με την εργατική τάξη; Θέτουν υπό συζήτηση μέσα σ’ όλες τους τις οργανώσεις τα ζωτικά αυτά ζητήματα; Όχι. Μα η Κομμουνιστική Διεθνής διευθυνόμενη από τον Στάλιν ανέλαβε και πάλι μια λυσσασμένη πάλη εναντίον του «τροτσκισμού», δηλαδή εναντίον της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης. Αποκλεισμένη από το Μπολσεβίκικο Κόμμα στα 1927 και 1928, κατηγορουμένη ως «αντεπαναστατική», πώς συμβαίνει ώστε –μέσα σ’ αυτές τις αποφασιστικές ώρες– η Αριστερή Αντιπολίτευση να δυναμώνει και να δυναμώνουν και μέσα στα σπλάχνα της Κομμουνιστικής Διεθνούς οι τάσεις που προσανατολίζονται προς αυτή;

Γιατί η σταλινική διεύθυνση ξαναρχίζει την πάλη κατά του «τροτσκισμού»; Τί είναι οι «τροτσκιστές»; Ποιό είναι τα πρόγραμμα τους; Τί σχέση έχει η πάλη αυτή με τη σημερινή κατάσταση;


Δεν Υπάρχει Τροτσκισμός

Εν πρώτοις διακηρύσσουμε πως δεν υπάρχει τροτσκισμός σαν θεωρία αντιτιθέμενη στη θεωρία του Μαρξ, του Έγκελς, του Λένιν, αντιτιθέμενη δηλαδή στη θεωρία, για την όποια διακηρύσσουν ότι αγωνίζονται τα κομμουνιστικά κόμματα. Η Αριστερή Αντιπολίτευση διεκδικεί για τον εαυτό της ανεπιφύλαχτα τους ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού και τον Ιδρυτή του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Ο τροτσκισμός ως θεωρία, ως σχολή, είναι ένας μύθος δημιουργημένος με κάθε είδους μέσο από κείνους που διευθύνουν σήμερα την Κομμουνιστική Διεθνή. Δεν είμαστε μονάχα εμείς που το βεβαιώνουμε και το αποδείχνουμε. Είναι ακόμα και στελέχη που πήραν μέρος στο έργο της δημιουργίας του μύθου του τροτσκισμού και που το αναγνώρισαν κατόπιν. Ανάμεσα στους πιο άγριους πολέμιους του «τροτσκισμού» βρίσκονταν στα 1924 και 1925 ο Κάμενεφ, μέλος τότε του Πολιτικού Γραφείου του Μπολσεβικικού Κόμματος και ο Ζινόβιεφ, πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Όταν για μια στιγμή πλησίασαν προς την Αριστερή Αντιπολίτευση, στα 1927, αναγνώρισαν τη μηχανή στην οποία είχαν πάρει μέρος.

Παρ’ όλ’ αυτά και μ’ όλο που οι πλαστογραφίες πάνω στις οποίες στηρίζονταν η εφεύρεση του «τροτσκισμού» αναιρέθηκαν μια προς μια από τον Τρότσκι στο Γράμμα του προς το Ιστορικό Ινστιτούτο του Κόμματος[i], η σταλινική φράξια επιμένει να την επαναλαμβάνει, αντικαθιστώντας την έλλειψη επιχειρημάτων με τις οικτρότερες συκοφαντίες, θα χρειαζόταν ολόκληρος τόμος για ν’ αναφέρει κανείς όλες τις συκοφαντίες. Στο βιβλιαράκι αυτό θα υπογραμμίσουμε μονάχα το γεγονός ότι οι συκοφαντίες αυτές εξαπολύονταν κάθε φορά που τα γεγονότα με τον πιο αποφασιστικό τρόπο δικαίωναν τις απόψεις της Αριστερής Αντιπολίτευσης και έδειχναν την ορθότητα της πολιτικής γραμμής την οποία υπερασπίζει εναντίον της σταλινικής φράξιας. Οι ρίζες της πάλης μεταξύ της Αριστερής Αντιπολίτευσης και της σταλινικής φράξιας είναι πολύ βαθιές. Αναφέρονται στην ανάλυση της κατάστασης, στις προοπτικές, στην εκτίμηση της ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος σ’ όλο τον κόσμο. Αν η Κομμουνιστική Διεθνής βρίσκεται στην αξιοθρήνητη κατάσταση που παραπάνω περιγράψαμε, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σταλινική φράξια δεν καταπιάνεται με μια πραγματική μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση της κατάστασης, ότι διεξάγει μια πολιτική που εγκαταλείποντας κάτω από την πίεση των εχθρικών τάξεων την προλεταριακή γραμμή που ακολουθήθηκε από τον Λένιν, τη γραμμή που εμείς εξακολουθούμε να υπερασπίζουμε, αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Σ’ αυτό έγκειται η αιτία της κατάστασης. Η Αριστερή Αντιπολίτευση δημιουργήθηκε για ν’ αντιταχθεί στην κεντριστική πολιτική, για να εμποδίσει να διακυβευτούν οι κατακτήσεις του Οχτώβρη κι η τύχη της παγκόσμιας επανάστασης. Μη μπορώντας να υπερασπίσουμε κανονικά τις ιδέες μας αυτές μέσα στα πλαίσια των κομμάτων γιατί μας εμποδίζει το σημερινό εσωτερικό τους καθεστώς –ένα καθεστώς προερχόμενο από την ανάγκη για τη σταλινική φράξια να επιβάλλει γραφειοκρατικά τις εσφαλμένες της αντιλήψεις– είμαστε υποχρεωμένοι, σ’ εθνική και διεθνή κλίμακα, να δρούμε έξω από τα κόμματα για να διαδόσουμε τις απόψεις μας, να τις κάνουμε να διεισδύσουν μέσα στο Κόμμα και να θριαμβεύσουν παρά τα καταπιεστικά μέτρα του κομματικού μηχανισμού. Αναφέροντας εδώ σε γενικές γραμμές τα κυριότερα ζητήματα για τα οποία μεταξύ της Αριστερής Αντιπολίτευσης και της διεύθυνσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς διεξήχθηκε η πάλη, θα ξεκαθαρίσουμε τις υφιστάμενες διαφορές, τα λάθη που διαπράχθηκαν, τις συνέπειες τους, τους κινδύνους που απορρέουν απ’ αυτά και την πολιτική που εμείς υπερασπίζουμε.

 

Ι. – Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΡΩΣΙΑ


Γνωρίζοντας την αφοσίωση των εργατικών μαζών προς τη Σοβιετική Ρωσία, οι σταλινικοί κεντριστές βεβαιώνουν συχνά πως εμείς είμαστε «εχθροί της Σοβιετικής Ρωσίας», ότι είμαστε εναντίον της υπεράσπισης της Σοβιετικής Ρωσίας κ.λ.π. Είναι μια άτιμη συκοφαντία εναντίον της οποίας θα παραθέσουμε όχι άρθρα της περίστασης, αλλά ντοκουμέντα βασικά για την Αριστερή Αντιπολίτευση και πάνω στα οποία στηρίζεται η καθημερινή μας δραστηριότητα[ii].

«Η υπεράσπιση της πατρίδας μας είναι υπεράσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο πόλεμός μας θα διεξαχθεί από τον εργάτη της πόλης και του κάμπου, με την υποστήριξη του φτωχού χωρικού με σύμμαχο το μεσαίο χωρικό κι εναντίον του κουλάκου “μας”, του νέου αστού, του γραφειοκράτη, του ουστριαλοβιστή ειδικού και του λευκού εμιγκρέ (μετανάστη). Ο πόλεμος μας είναι ένας πόλεμος πραγματικά δίκαιος. Όποιος δεν είναι υπέρ της υπεράσπισης της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι, χωρίς καμιά αντίρρηση, προδότης του παγκόσμιου προλεταριάτου», [Πλατφόρμα της Αντιπολίτευσης που παρουσιάστηκε στο 15ο Συνέδριο του Μπολσεβίκικου Κόμματος, 1927].

«Η υπεράσπιση της Ε.Σ.Σ.Δ. εναντίον της εξωτερικής επέμβασης και των αποπειρών των εσωτερικών έχθρων –από τους μοναρχικούς και τους παλιούς γαιοκτήμονες ως τους «δημοκράτες»: μενσεβίκους και σοσιαλεπαναστάτες– αποτελεί το στοιχειώδες και χωρίς κανένα όρο καθήκον κάθε επαναστάτη εργάτη κι ακόμα περισσότερο κάθε μπολσεβίκου-λενινιστή. Σ’ αυτό το ζήτημα οι αμφιβολίες και οι επιφυλάξεις, που στο βάθος αντανακλούν τους μικροαστικούς δισταγμούς ενός εσχάτου ριζοσπαστισμού ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό κόσμο και τον κόσμο της προλεταριακής επανάστασης, είναι ασυμβίβαστες με το γεγονός του ν’ ανήκει κανείς στη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση», [Σχέδιο Πλατφόρμας της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης πάνω στο Ρωσικό Ζήτημα –Απρίλης 2931, «Δαυλός», φύλλο 1ο].

Δεν μπορούμε να υπερασπίσουμε την Ε.Σ.Σ.Δ., την πιο μεγάλη κατάκτηση του προλεταριάτου, με πομπώδεις διακηρύξεις. Από μια σωστή η εσφαλμένη πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων εξαρτάται η δραστική υπεράσπιση ή η εξασθένιση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Αριστερή Αντιπολίτευση βγήκε ακριβώς από τις διαφωνίες που παρουσιάστηκαν πάνω στην πολιτική που θάπρεπε ν’ ακολουθηθεί στην Ε.Σ.Σ.Δ. στα τέλη του 1923. Οι συνέπειες της κεντριστικής πολιτικής ήταν μια εξασθένιση της διχτατορίας του προλεταριάτου εις βάρος της υπεράσπισης της Ε.Σ.Σ.Δ.

Ποιά ήταν η παγκόσμια κατάσταση στα τέλη του 1923; Στη Γερμανία η προλεταριακή επανάσταση είχε αποτύχει χωρίς μάλιστα να δοθεί μάχη. Η αποτυχία αυτή έρχονταν ύστερ’ από τις ήττες της Ουγγαρίας, της Βαυαρίας και της Ιταλίας, ενώ ήδη από το 1921 είχε παρατηρηθεί μια σχετική υποχώρηση του επαναστατικού κύματος. Την ίδια εποχή στην Ε.Σ.Σ.Δ. προκλήθηκε μια αγροτική κρίση.

Δυο θέσεις συγκρούστηκαν τότε μέσα στη διεύθυνση του ρωσικού Κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η θέση του Τρότσκι, από τη μια μεριά κι η θέση των Στάλιν, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, από την άλλη. Κατά τον Τρότσκι, το μεταπολεμικό επαναστατικό κύμα υποχωρούσε κι απ’ αυτό το γεγονός μπαίναμε σε μια περίοδο που ο καπιταλισμός θα σταθεροποιούνταν για μερικά χρόνια πάνω στη βάση αυτής της υποχώρησης. Αυτό θα επιβεβαιώνονταν με το δυνάμωμα των ρεφορμιστικών τάσεων. Η άλλη γνώμη ήταν ότι η επαναστατική περίοδος δεν είχε τελειώσει, ότι η αποτυχία της γερμανικής επανάστασης δεν είχε κεφαλαιώδη σημασία, ότι το επαναστατικό κόμμα θα ξανανέβαινε. Από τις δυο αυτές προοπτικές απέρρεαν δυο διαφορετικές πολιτικές γραμμές. Πιο κάτω θα ξανάρθουμε στο ζήτημα του ποια ήταν η πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων μέσα στις καπιταλιστικές χώρες, αφού τώρα εξετάσουμε τα ρωσικά προβλήματα.

Για την Εκβιομηχάνιση και το Πεντάχρονο Σχέδιο

Μέσα στην ανάλυσή του, ο Τρότσκι υποστήριζε πιο πολύ τώρα εκείνο που υποστήριζε από τους πρώτους μήνες της εφαρμογής της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), ότι είναι ανάγκη δηλαδή να αναπτύξουμε τη βιομηχανία, πράγμα που θα δυνάμωνε τη βάση της δικτατορίας του προλεταριάτου και τη συμμαχία με την αγροτιά, ότι τουναντίον η καθυστέρηση της βιομηχανίας θα επέτρεπε, ιδίως σε περίπτωση καλής σοδιάς, την ανάπτυξη των καπιταλιστικών τάσεων, των εχθρικών προς τη δικτατορία του προλεταριάτου στοιχείων και θ’ απειλούσε τη συμμαχία με τους χωρικούς. Γι’ αυτό, ο Τρότσκι και ο αρχικός πυρήνας της αριστερής αντιπολίτευσης τόνιζαν την ανάγκη της επεξεργασίας ενός σχεδίου εκβιομηχάνισης –το σπέρμα του πεντάχρονου σχεδίου. Με το ζήτημα αυτό συνδέονταν και προβλήματα του εσωτερικού κάθεστώτος του κόμματος των μπολσεβίκων (αντικατάσταση του απόλυτου συγκεντρωτισμού της περιόδου του «πολεμικού κομμουνισμού» με το καθεστώς του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού –Σ.τ.Μ.). Τουναντίον η διεύθυνση του ρωσικού κόμματος είχε τη γνώμη ότι, εκείνο που θα μπορούσε ν’ απειλήσει τη συμμαχία με τους χωρικούς, ήταν μια πρόωρη ανάπτυξη της βιομηχανίας. Κατηγορούσε την αντιπολίτευση ότι «φοβούνταν την πλειοψηφία», ότι «φοβούνταν μια καλή σοδιά», ότι «φοβούνταν τον πλουτισμό του χωριού» και κορόιδευε τους αντιπολιτευόμενους ως «υπερεκβιομηχανιστές», «ρομαντικούς» κ.λ.π. Η διεύθυνση δεν φρόντιζε για τις σχέσεις μεταξύ της ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας και της οικονομίας του υπόλοιπου κόσμου. «Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη», έλεγε ο Στάλιν, ν’ ανακατεύουμε τον διεθνή παράγοντα στην σοσιαλιστική μας ανάπτυξη». Ο Μπουχάριν πλειοδοτούσε: «Θα χτίσουμε το σοσιαλισμό, έστω και με βήματα χελώνας». Οι απόψεις της Αντιπολίτευσης χλευάζονταν, η αρχή του σχεδίου γελοιοποιούνταν. «Έχουμε τόση ανάγκη από το Ντνιεπροστρόι , έλεγε ο Στάλιν, τον Απρίλη του 1927, όση ανάγκη έχει ο χωρικός απ’ ένα γραμμόφωνο». Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε ως τα τέλη του 1927. Προς στιγμή μάλιστα, η διεύθυνση έρριξε συνθήματα και θεωρίες τις όποιες πανικόβλητη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, τόσο τερατώδεις ήταν, όπως το σύνθημα: «Πλουτίστε χωρικοί» και η θεωρία της «εισαγωγής του Κουλάκου[iii] στο σοσιαλισμό».

Όταν, στα 1926, η αντιπολίτευση έλεγε: «Η έλλειψη βιομηχανικών προϊόντων μοιάζει μια σφήνα ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό. Στον οικονομικό και πολιτικό τομέα, ο κουλάκος αρχίζει να υποτάσσει τους μεσαίους και φτωχούς χωρικούς και να τους αντιτάσσει στο προλεταριάτο. Η πορεία αυτή βρίσκεται ακόμα μόλις στην αρχή της», ο Μπουχάριν απαντούσε: «Η αντιπολίτευση μάς συκοφαντεί λέγοντας ότι συντελούμε στην ανάπτυξη των κουλάκων, ότι κάνουμε διαρκώς παραχωρήσεις, ότι βοηθούμε τους κουλάκους να οργανώσουν την απεργία του σταριού, τα αποτελέσματα μαρτυρούν για το αντίθετο».

Μα η πραγματικότητα διέψευσε αυτή τη διαβεβαίωση. Το κόμμα ανησυχούσε. Εργατικά στρώματα στρέφονταν προς την αντιπολίτευση και μέσα στη διεύθυνση προκαλούνταν ένα ρήγμα κάτω από την πίεση των εργατών του Λένινγκραντ, που όσο πήγαινε και περισσότερο αποκτούσαν συνείδηση του αυξανόμενου κινδύνου του κουλάκου, από τη μια μεριά, και του όχι μικρότερου κινδύνου της κρατικής γραφειοκρατίας μέσα στην οποία αναπτύσσονταν τα εχθρικά προς τη δικτατορία του προλεταριάτου στοιχεία, από την άλλη. Ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ τοποθετήθηκαν στα πλευρό της αντιπολίτευσης. Η πάλη μεταξύ της αριστερής αντιπολίτευσης και της διεύθυνσης του Κόμματος, αποτελούμενης από ένα μπλοκ, του κέντρου (Στάλιν) και της δεξιάς (Μπουχάριν-Ρικοφ-Τόμσκι) εντάθηκε κατά το 1927, τότε σε σύνδεση και με τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στην Κίνα. Στην πλατφόρμα της για το 15ο Συνέδριο του Κόμματος, η αριστερή αντιπολίτευση έκανε έναν απολογισμό της πολιτικής που ακολουθήθηκε, τόνιζε τους θερμιδοριανούς κινδύνους, που απειλούσαν το προλεταριακό κράτος, δηλαδή τις αντεπαναστατικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν μέσα στο μηχανισμό του κόμματος και του κράτους και χάραζε τη γραμμή που έπρεπε στο μέλλον ν’ ακολουθηθεί. Κάτω από την πίεση των δυνάμεων των εχθρικών τάξεων, η διεύθυνση απέκρυψε την πλατφόρμα αυτή από τα μέλη του κόμματος, πήρε καταπιεστικά μέτρα εναντίον εκείνων που την κυκλοφορούσαν και, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την επέμβαση της Αντιπολίτευσης στη διαδήλωση για τη δέκατη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης με τα συνθήματα: «Στροφή των πυρών προς τα δεξιά, Ενάντια στον κουλάκο, τον κερδοσκόπο και τον γραφειοκράτη», πήρε μέτρα αποκλεισμού πριν από το Συνέδριο, εξόρισε τους αντιπολιτευόμενους και τους περιόρισε στ’ απομονωτήρια της Σιβηρίας. Ένας μικρός πυρήνας γύρω από τον Ζινόβιεφ συνθηκολόγησε μπροστά στο 15ο Συνέδριο, το οποίο, προπαρασκευασμένο καταλλήλως, επεκύρωσε τα εναντίον της Αριστερής Αντιπολίτευσης οργανωτικά μέτρα. Τον επόμενο χρόνο ο Τρότσκι διώχτηκε απ’ τη Σοβιετική Ένωση και υποχρεώθηκε να ζει στην Τουρκία. Από τότε εναντίον των ρώσων αντιπολιτευόμενων πάρθηκαν τα πιο άγρια καταπιεστικά μέτρα. Ο Ρακόβσκι βρίσκεται στην πιο άσχημη κατάσταση. Διωγμένος από την Κυβέρνηση των γάλλων ιμπεριαλιστών για τη θαρραλέα κι επαναστατική του στάση απέναντι του ζητήματος του πολέμου εξορίστηκε από τη Σοβιετική Κυβέρνηση στ’ Αλτάια όρη όπου μέχρι σήμερα παραμένει απομονωμένος. Ο Κοτέ Ζινζάτζε, ένας γηραιός επαναστάτης απέναντι του οποίου ο Λένιν έτρεφε τη μεγαλύτερη εκτίμηση, πέθανε από τις κακουχίες της εξορίας όπως κι η επίσης παλιά επαναστάτρια Λβόβνα Τσουλουκίτζε. Ο Μπλούμκιν τουφεκίστηκε και τη θέση του πήρε ο Αγκαμπέκοφ, ένας προδότης που έγινε λίγο αργότερα πληρωμένος πράκτορας του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού.

Μα μ’ όλο που η αντιπολίτευση σαν οργανωμένη δύναμη ήταν αδύνατη και διασκορπισμένη, η πίεση της εργατικής τάξης της οποίας τα συμφέροντα εκφράζει, υπήρξε τόσο ισχυρή ώστε η σταλινική διεύθυνση αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει μια στροφή και να υιοθετήσει στην πραγματικότητα πολλές απόψεις της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Όπως συνέβη σ’ όλες τις προηγούμενες και τις μετέπειτα στροφές, το όργανο του Κόμματος, χωρίς καμιά εξήγηση και αυτοκριτική, από τη μια μέρα στην άλλη, άλλαξε το περιεχόμενό του, επαναλαμβάνοντας και υπερασπίζοντας τις απόψεις που την προηγούμενη μέρα καταδίκαζε. Έτσι η «Πράβδα» της 15 Φεβρουαρίου 1928 έγραφε:

«Μεταξύ μιας ολόκληρης σειράς λόγων που καθόρισαν τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν στη συγκέντρωση των σιτηρών πρέπει να σημειωθούν και οι παρακάτω: Τα χωριά μεγάλωσαν και πλούτισαν. Ιδίως ο κουλάκος μεγάλωσε και πλούτισε (υπογραμμισμένο από μας). Τρία χρόνια καλής σοδιάς δεν πέρασαν χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη... Η αύξηση των εισοδημάτων της αγροτικής τάξης μπροστά σε μια σχετική καθυστέρηση στην προσφορά βιομηχανικών προϊόντων, επέτρεψε στους χωρικούς γενικά και στον κουλάκο ιδιαίτερα να φυλάξουν τα δημητριακά τους».

Τί άλλο απ’ αυτό έλεγε η αντιπολίτευση. Κι όμως γιατί αγωνίστηκαν για την επικράτηση αυτών των απόψεων, χιλιάδες αντιπολιτευόμενοι στάλθηκαν στη Σιβηρία όπου ακόμη βρίσκονται απειλούμενοι να εξοντωθούν.

Κατά του Τυχοδιωκτισμού

Μπροστά σ’ αύτη την κατάσταση που δημιουργήθηκε από την άρνηση των χωρικών να παραδόσουν στα κράτος τα σιτηρά τους, γεγονός που είναι γνωστό ως «απεργία του σταριού» (1928) και που απέδειξε το απειλητικό δυνάμωμα του κουλάκου, η κεντροδεξιά διεύθυνση υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τις απόψεις της Αντιπολίτευσης. Έτσι πριν από το 15ο Συνέδριο έγινε ένα πεντάχρονο σχέδιο για την εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση της χώρας. Το σχέδιο αυτό προβλέπει αύξηση της βιομηχανίας κατά 9 ο)ο το χρόνο. Ο ρυθμός αυτός ήταν κατώτερος από τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας. Κάτω από την πίεση της Αντιπολίτευσης που καταπολέμησε την έλλειψη εμπιστοσύνης του μηχανισμού προς τις σοσιαλιστικές μεθόδους, έγινε ένα δεύτερο σχέδιο που προέβλεπε ετήσια αύξηση κατά 20 ο)ο. Προβλέπονταν επίσης και μέτρα για την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής, καθώς και μεγάλα έργα ηλεκτροποίησης και βιομηχανικής οικοδόμησης. Μπροστά σ’ αυτή την προς τ’ «αριστερά» στροφή η Αριστερή Αντιπολίτευση δια του Ρακόβσκι απευθύνθηκε στο Κόμμα και διακήρυξε ότι θέτει τις δυνάμεις της στη διάθεσή του για την πραγματοποίηση των μέτρων που αποφασίστηκαν. Η απάντηση του μηχανισμού δεν άργησε να δοθεί: ο Ρακόβσκι μεταφέρθηκε από το Αστραχάν (Κασπία Θάλασσα) στο Μπαρναούλ της Σιβηρίας. Τα μέτρα βίας εναντίον της αριστεράς έγιναν αγριότερα. Μα η στροφή αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαλύσει το διευθύνον μπλοκ. Η δεξιά με τους Μπουχάριν, Τόμσκι, Ρίκοφ, που αντιπροσώπευε την άμεση πίεση των εχθρικών προς το προλεταριάτο δυνάμεων μέσα στο Κόμμα διώχτηκε από τη διεύθυνση στην οποία δεν έμειναν πια παρά οι κεντριστές (Στάλιν, Μόλοτοφ. Καγκάνοβιτς...) που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι οι αμφιταλαντεύσεις τους κάτω από την πίεση των αντιμαχομένων τάξεων.

Πιασμένη στο αγκίστρι προς τ’ αριστερά, η κεντριστική διεύθυνση το ακολούθησε γραφειοκρατικά, χωρίς μέτρο. Μεθυσμένη από τις πρώτες πραγματοποιηθείσες επιτυχίες, ρίχτηκε στο δρόμο του τυχοδιωκτισμού. Από κει που φοβόταν τους γρήγορους ρυθμούς πέρασε στο άλλο άκρο και τους επιτάχυνε πέρα από τις δυνατότητες της χώρας. Το πεντάχρονο σχέδιο θάπρεπε να πραγματοποιηθεί σε τέσσερα χρόνια. Η κολεκτιβοποίηση να πραγματοποιηθεί 100ο)ο. Ο κουλάκος «να εξαφανιστεί σαν τάξη» κ.λ.π. Θάπρεπε «να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε» τις πιο προχωρημένες καπιταλιστικές χώρες. Η Αντιπολίτευση για άλλη μια φορά έδειξε τον κίνδυνο και προσπάθησε να προσελκύσει πάνω σ’ αυτόν την προσοχή του Κόμματος. Χαρακτήριζε σαν ουτοπιστική την προσπάθεια να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε μέσα σε λίγα χρόνια τις απείρως καλύτερα εφοδιασμένες τεχνικά και οικονομικά καπιταλιστικές χώρες. Τόνιζε πως έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε όχι ανώτατους ρυθμούς που ξεπερνούσαν τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας και που δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν παρά εις βάρος των δυνάμεων και του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης και εις βάρος της ποιότητας των κατασκευαζόμενων προϊόντων και των χρησιμοποιουμένων μηχανών, αλλά τους πιο ευνοϊκούς για την διατήρηση ορισμένων σχέσεων μεταξύ των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, ταυτόχρονα δε να επιδιώξουμε το πλησίασμα των τιμών των βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων και τη βελτίωση του πραγματικού ημερομισθίου του εργάτη.

Η Αντιπολίτευση χτυπούσε την προσπάθεια της γραφειοκρατίας να παρουσιάσει τα Κολχόζ[iv] σαν σοσιαλιστικές επιχειρήσεις. Απέδειχνε πως μέσα σ’ αυτά μπορούσαν να γίνουν ταξικές διαφοροποιήσεις και πως οι κουλάκοι μπορούσαν να βρουν σ’ αυτά καταφύγιο και να συνεχίσουν την εκμετάλλευση των φτωχών χωρικών κ.λ.π.

Λίγο καιρό αργότερα η διεύθυνση μπροστά στη δυσαρέσκεια που παρουσιάζονταν μέσα στην πόλη και το χωριό αναγκάστηκε γι’ άλλη μια φορά να πάρει τις απόψεις που η Αριστερή Αντιπολίτευση είχε υποστηρίξει. Εδώ και περισσότερο από ένα, χρόνο, ο Στάλιν, σ’ ένα λόγο του διακήρυσσε πως «οι επιτυχίες μάς είχαν σηκώσει τα μυαλά», πως η κολεκτιβοποίηση είχε πολύ ξεπεράσει τα όρια του δυνατού. Έρριξε όμως τις ευθύνες γι’ αυτό, όχι πάνω στη γενική γραμμή, αλλά πάνω σε ορισμένους αδέξιους «εκτελεστές», όπως έκανε εδώ και λίγους μήνες σ’ έναν άλλο λόγο του σχετικό με την κακή κατάσταση ορισμένων εργατικών στρωμάτων. Για μια φορά ακόμα, όλες οι προειδοποιήσεις της Αντιπολίτευσης, όλες οι υποδείξεις που έκανε για την υπερπήδηση των δυσκολιών, είχαν δικαιωθεί από την πραγματικότητα.

* * *

Η εξωτερική πολιτική της Ε.Σ.Σ.Δ. είχε ξεφύγει επίσης από το σωστό της δρόμο μαζί με την εσωτερική της πολιτική. Πολλές φορές αντιμετωπίστηκε από τη διεύθυνση η δυνατότης της κατάργησης του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου. Αν αυτό δεν έγινε οφείλεται στην ισχυρή αντίσταση των προλεταριακών δυνάμεων. Στο διπλωματικό τομέα, οι ανοιχτές διπλωματικές νότες που μαστίγωναν τον καπιταλισμό, οι εκκλήσεις προς τους εργάτες όλου του κόσμου, για την ενίσχυση των εθνοτήτων που ορθώνονταν εναντίον του ιμπεριαλισμού (Γεωργία), για την υπεράσπιση της Ε.Σ.Σ.Δ. κ.λ.π. αντικαταστάθηκαν με ψεύτικες φράσεις για τη «συνύπαρξη των δύο συστημάτων» (Στάλιν), με την συμμετοχή στις πασιφιστικές υποκρισίες των καπιταλιστών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τελευταία εξουσιοδότηση στους Γιαπωνέζους να χρησιμοποιήσουν τον ανατολικό κινέζικο σιδηρόδρομο, που ανήκει στη Σοβιετική Ρωσία για το ληστρικό αποικιακό τους έργο στη Μαντζουρία[v].

Η Θεωρία του «Σοσιαλισμού σε μια Μόνη Χώρα»

Ο κεντρισμός θέλησε να δώσει σ’ όλες του τις παρεκκλίσεις μια θεωρητική δικαιολόγηση. Συνένωσε όλη του την πολιτική στη θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα». Η θεωρία αυτή είναι βασικά εσφαλμένη κι ολότελα απαράδεχτη για ένα μαρξιστή. Ο σοσιαλισμός προϋποθέτει την πιο εξελιγμένη και συστηματοποιημένη τεχνική και οικονομική βάση. Μια από τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος είναι ακριβώς η αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε διεθνή κλίμακα και των φραγμών των εθνικών συνόρων. Την αντίφαση αυτή μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση με την κατάργηση των φραγμών αυτών μπορεί να λύσει. Το να μιλάμε για «σοσιαλισμό σε μια μόνη χώρα» είναι σαν να χρησιμοποιήσουμε λέξεις που αλληλοσυγκρούονται. Γιατί όμως η θεωρία αυτή μπόρεσε να θριαμβεύσει μέσα στη χώρα της νικήτριας επανάστασης, εκεί ακριβώς όπου ο μαρξισμός θάπρεπε απεναντίας να πάρει μια νέα ώθηση: Η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα » εξέφραζε την πίεση της αστικής τάξης πάνω σε στρώματα του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού και τα αισθήματα που η πίεση αυτή γεννούσε λόγω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης της παγκόσμιας επανάστασης. Πολυάριθμα στρώματα γεννημένα μέσ’ από το προλεταριάτο αποτελούν σήμερα μια παντοδύναμη γραφειοκρατία με ιδιαίτερα συμφέροντα με δικές της ανάγκες που διαφέρουν από τα συμφέροντα και τις ανάγκες του προλεταριάτου. Μη έχοντας πεποίθηση στην επέκταση της παγκόσμιας επανάστασης, που μόνο αύτη θα επιτρέψει στη δικτατορία του προλεταριάτου να θριαμβεύσει τελειωτικά, η γραφειοκρατία αυτή κρύβει την έλλειψη πίστης στο παγκόσμιο προλεταριάτο ιδανικοποιώντας τις εθνικές δυνατότητες της χώρας. Μέσα σ’ αύτη τη γραφειοκρατία βρίθουν τα θερμιδοριανά στοιχεία, δηλαδή τα εχθρικά προς τη διχτατορία του προλεταριάτου στοιχεία που ανοιχτά ή κρυφά εργάζονται για λογαριασμό των ιμπεριαλιστών, όπως ο Μπεσεντόφσκι[vi], ο Αγκαμπέκοφ[vii], ο Ραμζίν[viii], ο Γκρόμαν[ix] κ.λ.π., που συστηματικά επεδίωξαν να πάρει η πάλη κατά της Αριστερής Αντιπολίτευσης την πιο οξεία και εξοντωτική μορφή κι αυτό γιατί η Αντιπολίτευση αντιτίθετο στη «γενική γραμμή», δηλαδή στη γραμμή που τους ενίσχυε και προετοίμαζε το έδαφος για την αντεπανάσταση. Μα οι εσφαλμένες θεωρίες συνεπάγονται επικίνδυνες συνέπειες. Η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» οδήγησε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανάπτυξης της Ε.Σ.Σ.Δ. ανεξάρτητα από την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στον υπόλοιπο κόσμο. Το πεντάχρονο σχέδιο θεωρήθηκε σαν σκοπός αυτός καθ’ εαυτόν κι όχι σαν μέσο για την ανάπτυξη του παγκόσμιου κινήματος. Ευνοϊκές επαναστατικές καταστάσεις παραμελήθηκαν σ’ ορισμένες χώρες για να μην προκληθούν δυσκολίες στην εφαρμογή της γραμμής που ακολουθούνταν μέσα στην Ε.Σ.Σ.Δ. και υποτιμήθηκε ο ρόλος των Κομμουνιστικών Κομμάτων και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Σ’ άλλο κεφάλαιο παρακάτω θα μιλήσουμε περισσότερο πάνω σ’ αυτό το ζήτημα για ν’ αποδείξουμε ότι η πολιτική αύτη καταλήγει στην πραγματικότητα σε προδοσία απέναντι της επανάστασης.

Όλα τα προβλήματα που μπαίνουν μπροστά στη Σοβιετική Ρωσία και τα οποία σε πολύ γενικές γραμμές θίγουμε εδώ –οικονομικές επιτυχίες, συνθήκες ζωής του προλεταριάτου, σχέσεις μεταξύ προλεταριάτου και χωρικών, σχέσεις μεταξύ της σοβιετικής και της παγκόσμιας οικονομίας κ.λ.π. εξετάζονται αναλυτικά και με τον πιο πλήρη τρόπο στο σχέδιο πλατφόρμας της Αριστερής Αντιπολίτευσης πάνω στα προβλήματα της ανάπτύξης της Ε.Σ.Σ.Δ., («Δαυλός» αρ. 1 και 2) και τα οποία συνενώνονται στο βασικό πρόβλημα: στο πρόβλημα του Κόμματος σαν οργάνωσης της πρωτοπορίας του προλεταριάτου.

Η Αναγέννηση του Κόμματος

Η Ρωσική Επανάσταση θριάμβευσε χάρη στην ύπαρξη του Μπολσεβικικού Κόμματος το όποιο με τη σωστή πολιτική που ακολούθησε υπήρξε μια ζωντανή, δραστήρια οργάνωση που τραβούσε πίσω της τις μάζες κι ένοιωθε τις ανάγκες τους. Θέτοντας θαρραλέα τα πιο δύσκολα προβλήματα και ξέροντας να τα λύνει, υπερνίκησε όλες τις δυσκολίες και ιδίως τις δυσκολίες του εμφύλιου πολέμου που κράτησε ως τα 1920. Τα γεγονός ότι το μπολσεβίκικο κόμμα βρέθηκε στην εξουσία ώθησε προς αυτό στοιχεία που ήθελαν να δημιουργήσουν μια θέση και να επωφεληθούν των πλεονεκτημάτων της εξουσίας. Τον καιρό που ζούσε ο Λένιν πάρθηκαν μέτρα εκκαθάρισης για ν’ απαλλαγεί το Κόμμα από τα ανεπιθύμητα αυτά στοιχεία. Μα όταν η σταλινική διεύθυνση θέλησε να χτυπήσει την Αριστερή Αντιπολίτευση, όχι μονάχα έπαψε να προσέχει στη στρατολογία νέων μελών και να κάνει μια αυστηρή επιλογή αλλά κι άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του Κόμματος και διευκόλυνε την είσοδο δεκάδων κι εκατοντάδων εργατών και χωρικών χωρίς καμιά δοκιμασία. Πνίγοντας έτσι μέσα στην τάξη τον συνειδητό πυρήνα, το κόμμα που πρέπει ν’ αποτελεί την εκλεκτή μερίδα της τάξης, η σταλινική φράξια διευκόλυνε τις απόπειρες των πιο υπόπτων στοιχείων. Η επιλογή των στελεχών δεν γίνονταν πια σύμφωνα με την αφοσίωση και τις επαναστατικές ικανότητες μα σύμφωνα με την υποταγή και τη γραφειοκρατική παραδοχή της γραμμής που υπαγορεύονταν απ’ τ’ απάνω. Τα χρόνια της κομματικής υπηρεσίας, η δραστηριότητα και το θάρρος κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου υπολογίζονταν απείρως λιγότερο από ότι οι λόγοι «υπέρ της γενικής γραμμής» κι εναντίον των «τροτσκιστών». Οι πιο χοντροκομένες και αισχρές συκοφαντίες αντικατέστησαν τα επιχειρήματα, η βία και η καταπίεση αντικατέστησαν τη συζήτηση. Η αριστερή αντιπολίτευση νικήθηκε. Το Κόμμα φιμώθηκε, διασπάστηκε και η γραφειοκρατία ανεξέλεγκτη ρίχτηκε, κάτω από την πίεση των τάξεων, στα ολέθρια ζιγκ-ζαγκ της, για τα όποια παραπάνω μιλήσαμε. Δεν υπάρχει άλλη λύση από την αναγέννηση του ένδοξου κόμματος των μπολσεβίκων που θα του επιτρέψει να ξαναπάρει στα χέρια του τη διεύθυνση της οικονομίας και της πολιτικής του προλεταριακού Κράτους, που η κεντριστική γραφειοκρατία διεξήγαγε με τον πιο απερίσκεπτο τρόπο. Ουσιώδης όρος για την αναγέννηση αυτή είναι ο θρίαμβος της πλατφόρμας της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Μια από τις πιο άμεσες επιδιώξεις είναι η επάνοδος στη δουλειά του Κόμματος, η επαναφορά μέσα στις γραμμές του της αριστερής του πτέρυγας των 8.000 φυλακισμένων, εξόριστων κι απομονωμένων στη Σιβηρία μπολσεβίκων-λενινιστών που στάθηκαν οι πιο πιστοί κι οι πιο οξυδερκείς υπερασπιστές των κατακτήσεων του Οκτώβρη. Το Κόμμα θ’ αναγεννηθεί υιοθετώντας την πολιτική που του προτείνει η αριστερή αντιπολίτευση, πολιτική βασιζόμενη στις κομμουνιστικές αρχές που η Κομμουνιστική Διεθνής ακολούθησε κατά τα τέσσαρα πρώτα Συνέδριά της.

ΙΙ. – Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ

Ήταν φυσικό η Αριστερή Αντιπολίτευση αντιτασσόμενη στην εσφαλμένη πολιτική που ακολουθήθηκε μέσα στη Σοβιετική Ρωσία ν’ αντιταχτεί και στην πολιτική της κεντριστικής διεύθυνσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Δεν μπορεί να παραδεχτεί κανείς πως είναι δυνατή η εφαρμογή μιας σωστής πολιτικής στον υπόλοιπο κόσμο όταν μέσα στην Ε.Σ.Σ.Δ. ακολουθείται μια βασικά εσφαλμένη πολιτική. Είναι αδύνατη η εφαρμογή μιας κομμουνιστικής πολιτικής μέσα σε μια χώρα ανεξάρτητα από ένα διεθνή πολιτικό προσανατολισμό! Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν είναι απλώς άθροισμα εθνικών τμημάτων, δεν είναι μια ομοσπονδιακή οργάνωση κατά τον τρόπο της Β΄ Διεθνούς. Είναι μια διεθνής οργάνωση πάλης του προλεταριάτου, που πάνω στη βάση ενός καθορισμένου διεθνούς προσανατολισμού, προσαρμόζει την πολιτική του στις εθνικές ιδιομορφίες. Απορρίψαμε πιο πάνω τη θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα». Όπως δεν μπορούμε να χτίσουμε τη σοσιαλιστική κοινωνία μέσα στα στενά πλαίσια των καπιταλιστικών χωρών έτσι δεν μπορούμε να παραδεχτούμε τον ανεξάρτητο σχηματισμό και τη δραστηριότητα μέσα στα πλαίσια αυτά του συνειδητού οργάνου της νέας κοινωνίας του κομμουνιστικού κόμματος. Δεν υπάρχει παρά ένα Κομμουνιστικό Κόμμα Παγκόσμιο, που περιλαμβάνει εθνικά τμήματα, που διεξάγει μια μόνη κι ενιαία πολιτική. Και η εσφαλμένη πολιτική που ακολουθείται μέσα στην Ε.Σ.Σ.Δ. δεν είναι παρά ένα μέρος της εσφαλμένης πολιτικής που εφαρμόζεται μέσα σ’ όλη τη Διεθνή.

Ο Υπεραριστερισμός του 1924 - 1925

Αναφέραμε πιο πάνω τις διαφωνίες πάνω στην εκτίμηση της κατάστασης στα 1923, μετά την αποτυχία της γερμανικής επανάστασης. Το 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς που έγινε στα 1924 υιοθέτησε τη θέση σύμφωνα με την οποία η επαναστατική κατάσταση εξακολουθούσε ν’ αναπτύσσεται.

Η θέση της αντιπολίτευσης συνεπάγονταν νέους αντικειμενικούς σκοπούς για τα κομμουνιστικά κόμματα: εργατική άμυνα εναντίον του καπιταλισμού που περνούσε ήδη στην επίθεση. Σύνδεση με τις μάζες και δυνάμωμα των θέσεων των κομμουνιστικών κομμάτων μέσα στις μαζικές οργανώσεις με την εφαρμογή του ενιαίου μετώπου στην πάλη για τις μερικές διεκδικήσεις. Δυνάμωμα των κομμάτων και ιδεολογική διαμόρφωση των στελεχών κάτω από το φως της πείρας των περασμένων αγώνων. Η θέση του 5ου Συνεδρίου προσανατολίστηκε προς την άμεση εξέγερση και κατέληξε στο πραξικόπημα της Εσθονίας και προκάλεσε σύγχιση κι οργανωτικές καταστροφές μέσα στα τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το υπεραριστερό ρεύμα του 1924 και 1925 εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 1925. Η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ύπαρξη της προσωρινής σταθεροποίησης του καπιταλισμού και ν’ αλλάξει κατεύθυνση.

Τότε όμως ενώ μέσα στη Ρωσία ακολουθούσε την πολιτική της συνθηκολόγησης μπροστά στον κουλάκο, ρίχνονταν σ’ ένα ρεύμα προς τα δεξιά και βουτούσε μέσα στον πιο πλαδαρό οπορτουνισμό, ιδίως μέσα σε δυο χώρες, την Αγγλία και την Κίνα, όπου η καπιταλιστική σταθεροποίηση τραντάζονταν κι όπου ανοίγονταν επαναστατικές προοπτικές. Η ιστορία της Αγγλορωσικής Επιτροπής και η ιστορία της Κινέζικης Επανάστασης αποτελούν δυο επεισόδια ιδιαίτερα επαίσχυντα της όλης πολιτικής της διεύθυνσης της Κ.Δ. μετά το θάνατο του Λένιν.

Η Αγγλορωσική Επιτροπή

Η Αγγλορωσική Επιτροπή φαινομενικά ύπαρξε ένα μπλοκ των ρωσικών συνδικάτων και των αγγλικών τρεντγιούνιονς (εργατικών ενώσεων) για να γίνει μια προσπάθεια ανασύστασης της διεθνούς συνδικαλιστικής ενότητας. Ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ των αγγλικών συνδικάτων που αποτελούν την κύρια βάση της Διεθνούς του Άμστερνταμ και των ρωσικών συνδικάτων που αποτελούν την κύρια βάση της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, για τον συγκεκριμένο αυτόν σκοπό και μη περιοριζόμενο σε συνεννοήσεις και συνομιλίες των κορυφών αυτών των οργανώσεων θα μπορούσε πολύ καλά να πραγματοποιηθεί. Μα κατά τους διευθύνοντες το Ρωσικό Κόμμα και την Κομμουνιστική Διεθνή η Αγγλορωσική θάπρεπε νάναι άλλο πράγμα. Υπολόγιζαν σ’ αυτήν για να επαναστατήσουν τις αγγλικές εργατικές μάζες, πράγμα που δεν το περίμεναν από το μικροσκοπικό αγγλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Υπολόγιζαν στην Αγγλορωσική Επιτροπή για να διεξαγάγουν τη διεθνή πάλη εναντίον του ιμπεριαλισμού και για την υπεράσπιση της Ε.Σ.Σ.Δ. Αντί νάναι ένα ενιαίο μέτωπο για έναν συγκεκριμένο σκοπό κι όπου ο καθένας θα διατηρούσε την πλήρη του ανεξαρτησία, το πιο απόλυτο δικαίωμα κριτικής κι ελέγχου, η Αγγλορωσική Επιτροπή αποτελούσε για τους διευθύνοντες το Ρωσικό Κόμμα και την Κομμουνιστική Διεθνή ένα πολιτικό όργανο της πάλης των τάξεων, πιο δυνατό, πιο ισχυρό από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αγγλίας. Κατά συνέπεια επιβάλλονταν η διατήρηση της Επιτροπής αυτής υπεράνω όλων των δυσκολιών και των διαφορών αντιλήψεων. Ο Στάλιν πάνω σ’ αυτό τα ζήτημα διακήρυσσε : «Ο σκοπός του μπλοκ αυτού συνίσταται στην οργάνωση ενός πλατιού κινήματος της εργατικής τάξης εναντίον νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων και γενικά κάθε επέμβασης κατά της χώρας μας προερχόμενης από μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις της Ευρώπης, ειδικότερα της Αγγλίας», (Κεντρική Επιτροπή Ιουλίου 1926. Και η Επιτροπή της Μόσχας υιοθετούσε θέσεις που όριζαν: «Η Αγγλορωσική Επιτροπή μπορεί και πρέπει να παίξει και θα παίξει αναμφίβολα ένα τεράστιο ρόλο στην πάλη εναντίον κάθε είδους επεμβάσεων εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ. Γίνεται το κέντρο οργάνωσης των διεθνών δυνάμεων του προλεταριάτου, που αγωνίζεται εναντίον των κάθε είδους αποπειρών της διεθνούς μπουρζουαζίας να προκαλέσει έναν καινούριο πόλεμο».

Η Αριστερή Αντιπολίτευση ορθώθηκε εναντίον μιας τέτοιας αντίληψης. Την Κομμουνιστική Διεθνή, οργάνωση με συγκεκριμένη ιδεολογία, υποκαθιστά σαν «κέντρο διευθυντικό των διεθνών δυνάμεων του προλεταριάτου» μια αφηρημένη Επιτροπή, χωρίς αρχές και στην οποία παρακάθονταν οι Πάρσελ και οι Κουκ συνδεδεμένη σε εθνική και διεθνή κλίμακα με την Β΄ Διεθνή. Αντί ενός ενιαίου μετώπου πάνω σε συγκεκριμένες βάσεις, πραγματοποιείται ένα πολιτικό μπλοκ μέσα στη σύγχυση. Οι τρεντ-γιουνιονιστές αρχηγοί, δεν αναλαμβάνουν καμιά υποχρέωση.

Καθ’ όλο το διάστημα που εξακολούθησε να υπάρχει η Επιτροπή και για να μη δυσχερανθεί καθόλου το χωρίς αρχές αυτό μπλοκ η Κομμουνιστική Διεθνής επέβαλε τη σιωπή στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αγγλίας. Ούτε κριτική, ούτε έλεγχο, ούτε ανοιχτή καταγγελία των προδοσιών των τρεντγιουνιονιστών. Έτσι οι άγγλοι εργάτες είδαν την Ρωσική Επανάσταση, το μπολσεβικισμό δια μέσου της Αγγλορωσικής Επιτροπής και όχι δια μέσου του Κόμματος.

Στα 1926 εκδηλώθηκε στην Αγγλία ένας μεγάλος εργατικός αναβρασμός. Το κίνημα των μαζών ογκώθηκε γύρω από την πάλη των μεταλλωρύχων για την εθνικοποιήση των μεταλλείων και κάτω από την πίεση των μαζών η γενική απεργία κηρύχτηκε. Μα οι αρχηγοί των Τρέιντγιουνιονς, οι συνεργάτες των ρωσικών συνδικάτων μέσα στην Αγγλορωσική Επιτροπή, φοβούμενοι μηπως υπερφαλαγγιστούν από το κίνημα αυτό που έπαιρνε μια ανάπτυξη επαναστατική, το πρόδωσαν, σταμάτησαν τη γενική απεργία κι άφησαν μόνους τους μεταλλωρύχους να συνεχίσουν την απεργία τους που με την απομόνωσή της καταδικάζονταν εκ των προτέρων σ’ αποτυχία. Παρ’ όλη αυτή την προδοσία, παρά την άρνηση των τρεντ-γιουνιονιστών ηγετών να δεχτούν τη βοήθεια των ρωσικών συνδικάτων προς τους απεργούς, η Κομμουνιστική Διεθνής αντί να σπάσει την Αγγλορωσική Επιτροπή όπως ζητούσε η Αριστερή Αντιπολίτευση, συνέχιζε απεναντίας την πολιτική της Αγγλορωσικής Επιτροπής. Ακόμα τον Απρίλη του 1927, σε μια συνδιάσκεψη που έγινε στο Βερολίνο, ο Τόμσκι ρητά και κατηγορηματικά αναγνώριζε στο πρόσωπο των Πάρσελ και των Κουκ τους αρχηγούς του αγγλικού προλεταριάτου. Όταν πλέον το Αγγλικό Κομμουνιστικό Κόμμα θέλησε να καταγγείλει στους άγγλους προλετάριους την προδοσία των τρεντγιουνιονιστών ηγετών, η πολιτική των ρωσικών συνδικάτων αντί να του χρησιμεύσει σαν στήριγμα, εξυπηρέτησε απεναντίας τους προδότες ηγέτες εναντίον του: «Δεν είμαστε προδότες», είπαν αυτοί, «αφού τα ρωσικά συνδικάτα συνεργάζονται μαζί μας». Μονάχα ύστερα από πολλούς μήνες κι αφού δημιούργησε τις μεγαλύτερες καταστροφές στο κομμουνιστικό κίνημα, η επαίσχυντη πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε. Αλλά και τότε η πρωτοβουλία της διακοπής της συνεργασίας προήλθε όχι από την Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά από τους τρεντγιουνιονιστές οι οποίοι χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία μερικές κριτικές που δημοσιεύτηκαν στις ρωσικές εφημερίδες για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της ανάμιξης των Ρώσσων στις εσωτερικές υποθέσεις των τρεντ-γιούνιονς. Τη στιγμή αυτή η Αγγλορωσική Επιτροπή δεν τους χρειάζονταν πια. Είχαν διατηρήσει τις θέσεις τους, τις είχαν μάλιστα δυναμώσει, παρ’ όλη την προδοσία που έκαναν. Το Αγγλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έβγαινε μεγαλωμένο, αλλά παραπλανημένο και ζαλισμένο από μια από τις πιο μεγάλες μάχες του αγγλικού προλεταριάτου.

Η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς θέλησε ν’ αντικαταστήσει την υπομονητική κατάκτηση των μαζών από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αγγλίας με την κατάκτησή του ελέω των τρεντγιουνιονιστών αρχηγών, που κάτω από την πίεση των μαζών τους έπαιρναν για μια στιγμή μια μάσκα «αριστερή». Υποτίμησε κατά τον πια οπορτουνιστικό τρόπο το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος και ιδανικοποίησε τον εχθρό αυτό του προλεταριάτου, το ρεφορμιστικό μηχανισμό. Αντί μέσα σε μια παρόμοια ιστορική μάχη να κατακτηθούν οι μάζες στον κομμουνισμό, ισχυροποιήθηκε η ρεφορμιστική γραφειοκρατία των συνδικάτων.

Οι άγγλοι κομμουνιστές έπεσαν στη σύγχυση. Αντί από την Κομμουνιστική Διεθνή και το ρωσικό της τμήμα να δεχτούν μια πολιτική ενίσχυση, στην οποία είχαν κάθε δικαίωμα να υπολογίζουν, δέχτηκαν μια τρικλοποδιά, τ’ αποτελέσματα της οποίας ακόμα πληρώνει τα αγγλικό κομμουνιστικό κίνημα.

Η Κινέζικη Επανάσταση

Πιο ολέθρια ακόμα για το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα υπήρξε η πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Κινέζικη Επανάσταση, τόσο ολέθρια όσο δεν μπορούσε καλύτερα να ελπίζει η μπουρζουαζία.

Κατά το 1925 σημειώθηκε ένα ξέσπασμα του επαναστατικού κινήματος στην Κίνα, όταν ο στρατηγός Τσαγκ Κάϊ–σεκ, αρχηγός του Κουόμινταγκ, του κόμματος της κινεζικής αστικής τάξης, προσπαθούσε να ενοποιήσει την Κίνα, κατανικώντας τους στρατηγούς που κατείχαν τις βόρειες επαρχίες, να απαλλάξει την Κίνα από τις άνισες συνθήκες με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και να την κάνει μια ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα.

Για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας ανοίγονταν μεγαλειώδεις προοπτικές αγώνων. Οι υπερεκμεταλλευόμενες κινεζικές μάζες πίστευαν στην επανάσταση. Τους χρειάζονταν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα με καθαρά, συγκεκριμένα και μαχητικά συνθήματα, που να τις οργανώσει και κατευθύνοντας τους αγώνες τους να μεταβάλλει την αυθόρμητη επαναστατική τους διάθεση σ’ ένα οργανωμένο κίνημα προσανατολιζόμενο προς την ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν νεαρό και πολιτικά άπειρο. Το καθήκον της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν να το κατευθύνει, να το διαπαιδαγωγήσει και να επιβλέπει κάθε του προσπάθεια. Τί έκανε η Κομμουνιστική Διεθνής μέσα σ’ αυτές τις περιστάσεις; Ξεκίνησε από την εξής θέση: Στην Κίνα ακόμα το προλεταριάτο αριθμητικά και πολιτικά είναι πολύ αδύνατο, ό,τι πρέπει να πραγματοποιηθεί είναι η αστική δημοκρατική επανάσταση για την εξαφάνιση των φεουδαρχικών σχέσεων, για την απόσειση του ξένου ζυγού κ.λ.π. Κατά συνέπεια αντικειμενικός σκοπός της πάλης δεν μπορεί νάναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Η κινητήρια δύναμη της επανάστασης δεν είναι το προλεταριάτο. Η κινεζική μπουρζουαζία διεξάγει ένα πραγματικό αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πρέπει να υποστηρίξουμε τον αγώνα της. Υπήρξε μια θέση καθαρά μενσεβικική, που έτσι κατά γράμμα υπερασπίστηκε από τους μενσεβίκους στα 1905 –και μετά– και πάνω στην οποία ο Λένιν εκφράζονταν: «Η επανάσταση μας είναι αστική και γι’ αυτό οι εργάτες πρέπει να υποστηρίξουν την μπουρζουαζία, λένε οι στερούμενοι κάθε οξυδέρκειας πολιτικάντηδες που προέρχονται από το στρατόπεδο των λικβινταριστών. Η επανάσταση μας είναι αστική, λέμε κι εμείς ο μαρξιστές, γι’ αυτό οι εργάτες πρέπει ν’ ανοίξουν τα μάτια στο λαό κάνοντάς τον ν’ αντιληφθεί τις απάτες των αστών πολιτικάντηδων, να του μάθουν να μην πιστεύει στα λόγια, να μην υπολογίζει παρά στις δυνάμεις του, την οργάνωση του, στην ένωσή του, στον εξοπλισμό του».

Μα η Κομμουνιστική Διεθνής, οι θεωρητικοί της Μπουχάριν και Μαρτίνοφ –ο παλιός αυτός μενσεβίκος που πάντα έμεινε μενσεβίκος και που μπήκε στα Κόμμα μονάχα στα 1923– δεν περιορίστηκαν μόνο στο να επαναλάβουν το μενσεβίκικο σχήμα, σύμφωνα με τα οποίο, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του αντιπροσώπου της Κ.Δ. στην Κίνα Μποροντίν, «το προλεταριάτο της Κίνας όφειλε να γίνει ο χαμάλης της επανάστασης» (διακήρυξη του συντρόφου Τσεν Ντου–σιου, γραμματέα του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την εποχή εκείνη, ο οποίος, πεισθείς με την ίδια του την πείρα, προσχώρησε κατόπιν στην Αριστερή Κομμουνιστική Αντιπολίτευση). Οι μενσεβίκοι υποστήριξαν την αστική τάξη, διατηρώντας όμως την οργάνωση τους. Η διεύθυνση της Κ.Δ. διέταξε το Κ.Κ. της Κίνας, όχι μόνο να υποστηρίξει την αστική τάξη της χώρας του, αλλά και να παραιτηθεί της πολιτικής και οργανωτικής του ανεξαρτησίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας υποχρεώθηκε να μπει μέσα στο Κουόμινταγκ, στο κόμμα της κινεζικής αστικής τάξης και να υποταχθεί ολότελα στην πειθαρχία του. Ούτε εφημερίδες δικές του νάχει πια, ούτε την καθαρή του φυσιογνωμία. Η Κομμουνιστική Διεθνής δέχονταν το Κουόμινταγκ σαν συμπαθούν κόμμα. Ένα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Ταν Πιν–σιαν, συμμετείχε στην Κυβέρνηση ως υπουργός της Γεωργίας (θα δούμε πιο κάτω πώς), δυνάμει της θεωρίας του «μπλοκ των τεσσάρων τάξεων» (προλεταριάτο, χωρικοί, φοιτητές και εθνικιστική μπουρζουαζία) που θα διεξήγαγε την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού και θάφτανε στην εγκαθίδρυση της «δημοκρατικής δικτατορίας των εργατών και χωρικών».

Η Αριστερή Αντιπολίτευση αντιτάχθηκε με πείσμα σε μια τόσο επαίσχυντη πολιτική. Απαίτησε να βγει αμέσως το Κομμουνιστικό Κόμμα από το Κουόμινταγκ, να αποκτήσει τον τύπο του, τα συνθήματα του, να ξεδιπλώσει τη σημαία του. Όπως μεγάλωνε το επαναστατικά κίνημα, η Αντιπολίτευση ζήτησε να ριχτεί το σύνθημα των Σοβιέτ, να επιδιωχθεί η δημιουργία των Σοβιέτ για να οδηγηθούν οι μάζες προς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Μα η Αντιπολίτευση δεν εισακούσθηκε. Ψάλλονταν ύμνοι στον «φίλο» Τσαγκ Κάϊ–σεκ τη στιγμή που αυτός είχε ήδη χτυπήσει τα κομμουνιστικά στοιχεία του στρατιωτικού πανεπιστημίου του Σβάτοβ. Στην Αντιπολίτευση απαντούσαν πως το μέτωπο της πάλης στρέφονταν εναντίον των στρατηγών του Βορρά κι όχι εναντίον της μπουρζουαζίας και των γαιοκτημόνων των περιοχών που κυβερνούνταν από το Κουόμινταγκ. Η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς αντιτάχθηκε πρακτικά στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών από τους χωρικούς, εξαιρώντας από την απαλλοτρίωση αυτή τα τσιφλίκια των αξιωματικών του στρατού του Κουόμινταγκ που κυρίως ήσαν οι κύριοι των γαιών. Αντιτάσσονταν στις απεργίες κ.λ.π. Με μια λέξη παρέσχε την πιο απόλυτη ενίσχυσή της στο Κουόμινταγκ. Αυτό όμως είχε μια πολύ μεγαλύτερη και διαυγέστερη επίγνωση των ταξικών του συμφερόντων.

Την άνοιξη του 1927 ο στρατός του Τσαγκ Κάϊ–σεκ βάδιζε προς τη Σαγκάη. Δυο μέρες πριν φτάσει στην πόλη οι εργάτες του τεράστιου αυτού βιομηχανικού κέντρου της Κίνας εξεγέρθηκαν, έδιωξαν τις βόρειες κλίκες, εγκατέστησαν την κομμούνα τους κι αρνήθηκαν να επιτρέψουν την είσοδο του Τσαγκ Κάϊ–σεκ στην πόλη τους· τόσο ισχυρό ήταν τα ταξικό τους ένστιχτο. Τότε επενέβη η Κομμουνιστική Διεθνής η οποία υποχρέωσε τους εργάτες να επιτρέψουν την είσοδο του στρατού του Τσαγκ Κάϊ–σεκ στην πόλη τους. Μόλις αυτός μπήκε μέσα εξαπόλυσε την πιο άγρια τρομοκρατία και κατάσφαξε την εκλεκτότερη μερίδα του προλεταριάτου της Σαγκάης, δείχνοντας έτσι όλη την απάτη του περιβόητου «μπλοκ των τεσσάρων τάξεων» που το προλεταριάτο πλήρωνε με το αίμα του.

Η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν παραδειγματίστηκε αρκετά από την τραγική αυτή πείρα. Την επανέλαβε με την αριστερά του Κουόμινταγκ. Ο αρχηγός όμως της αριστεράς αυτής, ο Βαν Τεν–βάϊ, δεν φέρθηκε διαφορετικά από τον Τσαγκ Κάι–σεκ. Και τον ένα και τον άλλον η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τους χαρακτήρισε σαν προδότες. Γιατί; Ποιόν πρόδοσαν αυτοί; Αυτοί ανήκαν στην αστική τάξη, έμειναν πιστοί σ’ αυτήν και την εξυπηρέτησαν κατά τον καλλίτερο τρόπο, ενώ η ίδια η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς με τα εγκληματικά της σφάλματα και με τον οικτρό οπορτουνισμό της πρόδωσε στην πραγματικότητα τα συμφέροντα της Κινεζικής και της παγκόσμιας επανάστασης.

Μα δεν σταματά ως εδώ η αιματηρή Ιστορία της Κινεζικής Επανάστασης. Ύστερ’ από τόσο βαριές ήττες η Αντιπολίτευση, έχοντας υπ’ όψει το τσάκισμα των κομμουνιστικών στελεχών και την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος μέσα στην εργατική τάξη, έθεσε ως καθήκον για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας την αναδιοργάνωσή του, την ανάγκη να συνδεθεί με τις μάζες, να τις κατακτήσει μέσα στην πάλη με συνθήματα δημοκρατικά (8ωρο, συνδικαλιστικές ελευθερίες, Συντακτική Συνέλευση εκλεγόμενη με καθολική ψηφοφορία κ.λ.π.), πράγμα που θα επέτρεπε έτσι στο κίνημα των μαζών να περάσει αργότερα σε μια επαναστατική φάση για την κατάκτηση της εξουσίας. Μα η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τρομαγμένη μπροστά στις συνέπειες των λαθών της, ακριβώς τη στιγμή αυτή έκανε μια απότομη στροφή προς τ’ Αριστερά κι έρριξε το σύνθημα της κατάκτησης της εξουσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, υπακούοντας τυφλά, έφτιαξε πρόχειρα και βιαστικά ένα Σοβιέτ στην Καντόνα, έρριξε το σύνθημα της εξέγερσης και πήρε την εξουσία. Μα μέσα στις συνθήκες που έγινε αυτό δεν μπορούσε νάναι παρά μια τραγική περιπέτεια, ένα πραξικόπημα εκ των προτέρων καταδικασμένο σ’ αποτυχία. Μέσα σε λίγες μέρες η εξέγερση της Καντόνας, παρά την ηρωική αντίσταση των εργατών, συντρίφτηκε από τα στρατεύματα του Κουόμινταγκ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, που είχε ήδη βαριές απώλειες με τις καταδιώξεις του Τσαγκ Κάϊ–σεκ και του Βαν Τεν–βάϊ, διαλύθηκε ολότελα και κατάντησε ανίσχυρο για μια μακρά περίοδο.

Όλες αυτές οι φάσεις της Κινεζικής Επανάστασης δεν χρησίμευσαν για μαθήματα στους διευθύνοντες την Κομμουνιστική Διεθνή. Αναγνωρίστηκαν μερικά λάθη, η διεύθυνση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας χρησίμευσε ως αποδιοπομπαίος τράγος, μα τα θεμελιώδη λάθη όχι μονάχα δεν αναγνωρίστηκαν, αλλά και επικυρώθηκαν από το ίδιο το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Πρόκειται ιδιαίτερα για τα «διταξικά εργατο-αγροτικά κόμματα» και για τη «δημοκρατική δικτατορία των εργατών και χωρικών».

Τα «Εργατοαγροτικά» Κόμματα

Η είσοδος του Κομμουνιστικού Κόμματος μέσα στο Κουόμινταγκ βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση μ’ όλη τη διδασκαλία του Μαρξ πάνω στο κομμουνιστικό κόμμα, πρωτοπορία της εργατικής τάξης δημιουργημένη απ’ αυτή που παίζει ένα δικό της και ανεξάρτητο ρόλο μέσα στην πάλη των τάξεων. Αντιτίθεται ολότελα σ’ ολόκληρη την παράδοση του μπολσεβικισμού, του Λένιν, ο οποίος στάθηκε ατίθασος πάνω στο ζήτημα αυτό, χτύπησε κάθε παρόμοια αντίληψη για το Κόμμα, πολέμησε αλύπητα καθετί που μπορούσε, πολιτικά ή οργανικά να νοθέψει τον ταξικό του χαρακτήρα, κάθε οπορτουνιστική διείσδυση. Η αναθεώρηση αυτή του μπολσεβικισμού παρουσιάστηκε κατά τον έξης τρόπο: Μέσα στις χώρες που βρίσκονται κάτω από ένα ξενικό ζυγό το προλεταριάτο και η ντόπια μπουρζουαζία θάπρεπε ν’ αποτελέσουν ένα μπλοκ επαναστατικό για να αγωνιστούν κατά του ξένου ζυγού. Ο Στάλιν μιλάει καθαρά προς τους κομμουνιστές της Ανατολής: «Οι κομμουνιστές πρέπει να περάσουν από την πολιτική του εθνικού ενιαίου μετώπου... στην πολιτική του επαναστατικού μπλοκ των εργατών και της μικροαστικής τάξης. Σε τέτοιες χώρες το μπλοκ αυτό μπορεί να πάρει τη μορφή ενός ενιαίου κόμματος, ενός εργατοαγροτικού κόμματος κατά το είδος του Κουόμινταγκ... Το επαναστατικό αντιιμπεριαλιστικό μπλοκ... μπορεί να πάρει, όχι όμως πάντα υποχρεωτικά, τη μορφή ενός ενοποιημένου εργατοαγροτικού κόμματος, συνδεόμενου από τυπική άποψη με μια ενιαία πλατφόρμα», [Στάλιν: «Τα Προβλήματα του Λενινισμού»].

Σ’ αυτή την περίεργη αντίληψη του λενινισμού ο Λένιν είχε προκαταβολικά απαντήσει στα 1908 με αυτά τα λόγια που τα χαρακτηρίζει μια ακρίβεια εξαιρετικά καθαρή: «Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρούμε τη συμμαχία του προλεταριάτου και των αγροτών σαν μια σύγχώνευση διαφορετικών τάξεων ή των κομμάτων του προλεταριάτου και των αγροτών. Όχι μονάχα μια συγχώνευση, μα ακόμα κάθε συμφωνία που θα διαρκούσε θάταν ολέθρια για το σοσιαλιστικό κόμμα της εργατικής τάξης και θα εξασθένιζε το δημοκρατικό αγώνα. Η έννοια του εργατοαγροτικού κόμματος διαστρεβλώνει όλη την αντίληψη της πάλης των τάξεων στην εποχή μας, πάλη που έχει για πόλους την αστική τάξη και το προλεταριάτο, το οποίο είναι η κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Όσο για την αγροτική τάξη, της οποίας τη συμμαχία πρέπει να επιδιώκει να επιτύχει το προλεταριάτο, δεν έχει και δεν μπορεί νάχει δική της ανεξάρτητη πολιτική. «Αν ο χωρικός δεν ακολουθεί τους εργάτες, βαδίζει πίσω από την αστική τάξη. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μέσος όρος» [Λένιν]. Αυτό αποδείχνει όλη η ιστορική πείρα. Έτσι το να θέλουμε να συγκροτήσουμε κόμματα βασιζόμενα πάνω σε δυο τάξεις, πάνω στο προλεταριάτο και πάνω στην αγροτική τάξη, είναι σαν να θέλουμε, με το πρόσχημα ότι πραγματοποιούμε την επαναστατική συμμαχία του προλεταριάτου και των αγροτών, να συνδέσουμε κατά τρόπο διαρκή τις δυο αυτές τάξεις που έχουν διαφορετικά συμφέροντα κι έτσι ν’ αλυσοδέσουμε δια μέσου της αγροτικής τάξης το προλεταριάτο στην μπουρζουαζία. Όλα τα λεγόμενα «εργατοαγροτικά» κόμματα αποδείχτηκαν όργανα της αστικής τάξης. Το κλασικότερο παράδειγμα είναι το παράδειγμα του ρωσικού σοσιαλεπαναστατικού κόμματος που, αφού διεξήγαγε μια πάλη ηρωική, λυσσασμένη, ακούραστη επί χρόνια ολόκληρα κατά του τσαρισμού, ορθώθηκε με περισσότερη ακόμα λύσσα εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας, εναντίον του Κράτους των εργατών και χωρικών, γιατί μέσα σ’ αυτό το προλεταριάτο εξασκούσε τη δικτατορία. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να συνδέουν μέσα σ’ ένα κόμμα το προλεταριάτο και την τάξη των αγροτών. Πρέπει να διατηρούν με πείσμα κι αδιαλλαξία τον ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος. Μα πρέπει να εργάζονται επίσης για να διαφοροποιήσουν την αγροτική τάξη, να εισαγάγουν μέσα σ’ αυτή την πάλη των τάξεων, να αντιτάξουν τους φτωχούς χωρικούς και τους εργάτες γης στους πλούσιους χωρικούς, να οργανώσουν τα στρώματα αυτά του χωριού σε συνδικάτα, ενώσεις κ.λ.π. πάνω στα οποία θα μπορέσει να στηριχθεί η δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η «Δημοκρατική Δικτατορία των Εργατών και Χωρικών»

Με τη θανάσιμα επικίνδυνη αυτή αντίληψη των «εργατοαγροτικών κομμάτων», που όπως χτες στην Κίνα έτσι αύριο θα προκαλέσουν καταστροφές στο επαναστατικό κίνημα των Ινδιών, της Ινδονησίας κι όπου άλλού υπάρχουν, η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς συνέδεσε το σύνθημα της «δημοκρατικής δικτατορίας των εργατών και χωρικών». Η Αριστερή Αντιπολίτευση απορρίπτει με αδιαλλαξία το σύνθημα αυτό που σπέρνει τη σύγχυση κι οδηγεί το επαναστατικό κίνημα στην καταστροφή και τονίζει πως ο μόνος συγκεκριμένος αντικειμενικός σκοπός της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Πάνω σ’ αυτό το σημείο η σταλινική διεύθυνση νομίζει ότι θριαμβεύει, επικαλούμενη τα κύρος του Λένιν, ο οποίος πραγματικά μίλησε παλιά για «δημοκρατική δικτατορία των εργατών και χωρικών».

Όταν οι ρώσοι σοσιαλιστές συζητούσαν στα 1905 για τις σχέσεις των τάξεων μέσα στην επανάσταση, ο Λένιν έθεσε σαν μια υπόθεση που θάπρεπε να υποστεί τον έλεγχο των γεγονότων τη διατύπωση αύτη για να παρουσιάσει τη μορφή της Κυβέρνησης που θα καθιστούσε συγκεκριμένη τη συμμαχία του προλεταριάτου και των αγροτών.

Η ρωσική πείρα του 1917 έδειξε ότι η συμμαχία αυτή πραγματοποιήθηκε με τη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στον Κάμενεφ και στους άλλους, που καταπολέμησαν τις Θέσεις του Απρίλη εν ονόματι της ξεπερασμένης από τα γεγονότα διατύπωσης της «δημοκρατικής δικτατορίας των εργατών και χωρικών», ο Λένιν απάντησε: «Όποιος δεν μιλά παρά για την “επαναστατική δημοκρατική δικτατορία των εργατών και χωρικών” αυτός καθυστερεί στη ζωή, αυτός στην πραγματικότητα πέρασε προς το μέρος της μικροαστικής τάξης, εναντίον της προλεταριακής πάλης των τάξεων, αυτός πρέπει να μπει στο μουσείο των προεπαναστατικών “μπολσεβίκικων” σπανιοτήτων, (θα μπορούσε να τα ονομάσει κανείς: αρχεία των “παλιών μπολσεβίκων”)». Πραγματικά, όχι μονάχα η υποθετική αυτή διατύπωση ξεπεράστηκε από τη ζωή, μα σήμερα δεν μπορεί να χρησιμεύσει παρά στο να συσκοτίσει τα κομμουνιστικά κόμματα, να δημιουργήσει την εντύπωση πως στο μεταξύ του καπιταλιστικού καθεστώτος και της δικτατορίας του προλεταριάτου θα μπορούσε να υπάρξει ένα ενδιάμεσο καθεστώς (δεν πρόκειται φυσικά για την περίοδο του δυϊσμού της εξουσίας σαν εκείνη που πέρασε η Ρωσσία στα 1917) και στην πραγματικότητα να τα οδηγήσει σε παγίδες σαν εκείνη του Κουόμινταγκ.

* * *

Δυο φορές, κάτω από μορφές διαφορετικές, μα βασιζόμενες και τις δυο πάνω σε μια υποτίμηση της σημασίας του ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος σαν ανεξάρτητου παράγοντος μέσα στην επαναστατική πάλη, δηλαδή με μια βαθιά αναθεώρηση όλων εκείνων που αποτελούν αυτή την ουσία της μακρόχρονης πάλης του μπολσεβικισμού, η πολιτική της διεύθυνσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς κατέληξε σε τρομερές καταστροφές για την εργατική τάξη.

Η «Τρίτη Περίοδος» και η θεωρία του «Σοσιαλφασισμού»

Το προς τ’ αριστερά ζιγκ - ζαγκ, που κατέληξε στον τυχοδιωκτισμό και που αναφέραμε στο κεφάλαιο που αφορούσε την Ε.Σ.Σ.Δ., είχε την επέκταση του σ’ ολόκληρη την πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Πρόκειται για την περίφημη «τρίτη περίοδο». Στη σταθεροποίηση του καπιταλισμού, που χρησίμευσε σαν πρόφαση για τον οπορτουνισμό, αντιτάχτηκε η διαπίστωση ότι ο καπιταλιστικός κόσμος κατατρέχονταν από την κρίση συγκλονιζόμενος από τα θεμέλιά του, ότι οι μάζες αριστεροποιούνταν κι ότι το στάδιο των οικονομικών αγώνων είχε ξεπεραστεί και στην ημερησία διάταξη έμπαινε η «μαζική πολιτική απεργία» και η κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό γίνονταν στα 1928, όταν ακόμα ο καπιταλισμός διέρχονταν την περίοδο της προσωρινής του σταθεροποίησης, πολύν καιρό πριν ξεσπάσει η σημερινή κρίση που η αρχή της σημειώθηκε με το κραχ της Νέας Υόρκης στα τέλη του 1929. Από την έκδηλα σφαλερή αύτη διαπίστωση η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς έβγαζε την υπεραριστερή τακτική των «κόκκινων διεθνών ημερών», των «πολιτικών απεργιών», των «μαχητικών διαδηλώσεων». Η τακτική αυτή οδήγησε σε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα: αντί να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους μέσα στην εργατική τάξη, μέσα στις εργατικές οργανώσεις, τα κομμουνιστικά κόμματα απομονώθηκαν από τις μάζες, οι δυνάμεις τους ελαττώθηκαν τρομακτικά και μέσα στις γραμμές τους σκορπίστηκε η πιο μεγάλη σύγχυση,

Μαζί με την «τρίτη περίοδο» αναπτύχθηκε και μια άλλη θεωρία που, όπως και η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», οδήγησε τα κομμουνιστικά κόμματα σε πράξεις που προκάλεσαν τεράστιες ζημιές στα εργατικά συμφέροντα κι εξέθεσαν μέσα σ’ εκατομμύρια εργατών την κομμουνιστική ιδεολογία. Πρόκειται για τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού».

Μερικοί «θεωρητικοί» της Κομμουνιστικής Διεθνούς προσπάθησαν να την δικαιολογήσουν κατά τον εξής τρόπο: Κατά τον ιμπεριαλιστικά σταθμό του καπιταλισμού η ειδική κυβερνητική μορφή που ανταποκρίνεται στην κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου είναι ο φασισμός.

Απ’ αυτό απορρέει ότι όλοι οι αστικοί σχηματισμοί τείνουν να «φασιστικοποιηθούν» κι ανάμεσα στους σχηματισμούς αυτούς και τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν μπορούν να ξεφύγουν από το γενικό κανόνα. Κατά συνέπεια τα κόμματα αυτά τείνουν να γίνουν και έγιναν ήδη σε πολλές περιπτώσεις «κόμματα σοσιαλφασιστικά». Επομένως καμιά διάκριση δεν πρέπει να γίνεται μεταξύ των κομμάτων αυτών και των άλλων κομμάτων της αστικής τάξης, ότι όλα πρέπει να τα βάζουμε μέσα στον ίδιο σάκο και να τα πολεμούμε όλα με τον ίδιο τρόπο. Ότι συνέβαινε με τα σοσιαλιστικά κόμματα συνέβαινε επίσης και με τα ρεφορμιστικά συνδικάτα. Από τη διαπίστωση αυτή απέρρεε η εγκατάλειψη της πολιτικής του ενιαίου μετώπου (με τους φασίστες δεν γίνεται ενιαίο μέτωπο), καθώς και η εγκατάλειψη των συνδικάτων που διευθύνονται από ρεφορμιστές και η προσπάθεια δημιουργίας καινούριων «επαναστατικών» συνδικάτων που ν’ αναγνωρίζουν το «διευθυντικό ρόλο» του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η θεωρία αυτή του «σοσιαλφασισμού» είναι βαθύτατα εσφαλμένη. Πρώτ’ απ’ όλα δεν είναι διόλου σωστό πως η ειδική μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης μέσα στην περίοδο του ιμπεριαλισμού είναι ο φασισμός. Απεναντίας η μορφή κυριαρχίας που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι ακόμα η δημοκρατική μορφή. Η μορφή αυτή δεν αποκλείει άλλως τε –ποτέ δεν απέκλεισε– τη χρησιμοποίηση καταπιεστικών μέτρων εναντίον των επαναστατικών οργανώσεων του προλεταριάτου, αν και σε κλίμακα διαφορετική από το φασισμό.

Για την αστική τάξη η δημοκρατική κυβέρνηση και η φασιστική κυβέρνηση είναι δυο μορφές κυριαρχίας κι εξασφάλισης της διατήρησης της εξουσίας στα χέρια της, τις οποίες χρησιμοποιεί κατά τις περιστάσεις. Στο φασισμό καταφεύγει όταν ο κοινωνικός της μηχανισμός συγκλονίζεται βαθιά και για ν’ αποκατασταθεί έχει ανάγκη να χτυπηθεί κατά τέτοιο τρόπο το προλεταριάτο ώστε να μην μπορέσει να προβάλει αντίσταση, όταν δηλαδή τα κανονικά μέσα της δημοκρατικής κυβέρνησης και η ενίσχυση της σοσιαλδημοκρατίας αποδείχνονται ανεπαρκή. Ο φασισμός χαρακτηρίζεται από τη μια μεριά με τη χρησιμοποίηση από την αστική τάξη ενός κοινωνικού κινήματος των μεσαίων τάξεων εναντίον του προλεταριάτου κι από την άλλη από το γεγονός ότι ο φασισμός –αντίθετα απ’ όλες τις δημοκρατικές μορφές– δεν μπορεί να επιτρέψει κανενός είδους αυτόνομη οργάνωση της εργατικής τάξης, όσο συντηρητική και μετριοπαθής κι αν είναι η οργανώση αυτή, από φόβο μήπως χρησιμεύσει σαν πεδίο για την καλλιέργεια επαναστατικής ζύμης. Ο φασισμός λοιπόν χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την αναμφισβήτητη αντίθεση του προς τη σοσιαλδημοκρατία, την οποία πολεμά και της οποίας τις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις διαλύει. Κατά συνέπεια το να ταυτίζουμε το φασισμό με τη σοσιαλδημοκρατία και να μιλάμε για «σοσιαλφασισμό» αποτελεί τεράστιο θεωρητικό λάθος που καταλήγει στο να παρερμηνεύει τις σχέσεις του κομμουνιστικού κόμματος με τους ρεφορμιστές εργάτες κι αντί να επιταχύνει την εξέλιξη της ταξικής τους συνείδησης προς τον κομμουνισμό τους βάζει φραγμούς και κρατάει τους εργάτες αυτούς μέσα στις αυταπάτες και τα σφάλματα τους.

* * *

Η πρακτική της «τρίτης περιόδου» αποδείχτηκε τόσο καταστρεπτική και προκάλεσε τόσο μεγάλες δυσαρέσκειες μέσα στη βάση των κομμάτων που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, εν μέρει τουλάχιστο. Μα η γραφειοκρατική διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ενδιαφερόμενη προπαντός να διατηρήσει το κύρος της, αντί ν’ αναγνωρίσει τα σφάλματα αυτά και να καταδικάσει ανοιχτά όλη αυτή την καταστρεπτική θεωρία, απέδωκε τις αποτυχίες σε σφάλματα εφαρμογής μιας σωστής γραμμής, έρριξε τα σφάλματα αυτά όχι πάνω στα εαυτό της αλλά στις διοικήσεις των κομμάτων και διακήρυξε την ανάγκη μιας «στροφής στην εφαρμογή» που της επέτρεψε να εγκαταλείψει σιωπηρά μερικές εσφαλμένες θέσεις. Η στροφή ή μάλλον οι στροφές έγιναν στα 1930 και 1931 κατά τρόπο διαφορετικό, ανάλογα με την κατάσταση των διαφόρων κομμάτων. Μα το χαρακτηριστικό των στροφών αυτών είναι ότι η εγκατάλειψη ορισμένων εσφαλμένων θέσεων γίνεται χωρίς μια πάλη για τις σωστές θέσεις, δηλαδή χωρίς την αναθεώρηση των αναλύσεων και των θεωριών που επέφεραν τα λάθη. Έτσι οι αναλύσεις και οι θεωρίες αυτές έμειναν μέσα στις ιδεολογικές αποσκευές των κομμάτων, οι οποίες γέμιζαν με καινούριες αναλύσεις και καινούριες θεωρίες που πολλές φορές έρχονταν σ’ αντίφαση με τις παλιές, πράγμα που έριχνε τα κόμματα στην πιο μεγάλη σύγχυση, τα παραπλανούσε κι όξυνε περισσότερο την εσωτερική τους κρίση. Μέσα σ’ αύτη την κατάσταση αρκετό καιρό τώρα βρίσκονται τα κομμουνιστικά κόμματα, ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες θέτουν δυο ιδίως απ’ αυτά μπροστά σε μια κατάσταση επαναστατικής ωριμότητας, το Ισπανικό Κόμμα, ένα από τα πια αδύνατα τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς και το Γερμανικό Κόμμα, το ισχυρότερο τμήμα της μετά τα ρωσικό.

Η Ισπανική Επανάσταση

Ο χώρος της μπροσούρας αυτής δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε πολύ στην ανάλυση των προβλημάτων της Ισπανικής Επανάστασης και των λαθών που η Κομμουνιστική Διεθνής διέπραξε στην Ισπανία. Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στις ειδικές δημοσιεύσεις μας πάνω σ’ αυτό, ιδιαίτερα στις μελέτες του σ. Τρότσκι: «Η Ισπανική Επανάσταση και τα Καθήκοντα των Κομμουνιστών» («Πάλη των Τάξεων», αριθμ. 13-19) και «Η Ισπανική Έπανάσταση και οι Κίνδυνοι που την Απειλούν» (κυκλοφορεί σε μπροσούρα). Τον Αύγουστο του 1931 η Κομμουνιστική Διεθνής έστειλε ένα γράμμα στο Ισπανικό Κόμμα φορτώνοντας του όλα τα σφάλματα που διαπράχτηκαν και επαναλαμβάνοντας πολλές από τις κριτικές της Αριστερής Αντιπολίτευσης, χωρίς όμως να δείχνει το δρόμο και να παρέχει τα μέσα στο Ισπανικό Κόμμα για να υπερπηδήσει τις δυσκολίες του. Στην Ισπανία, όπως και παντού άλλου, η διεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς ρίχνει πάνω στους εκτελεστές τις ευθύνες της εσφαλμένης πολιτικής που αυτή η ίδια υπαγόρευσε. Αμέσως μετά την πτώση του Πρίμο ντε Ριβέρα, τότε που κι ο λιγότερο οξυδερκής κομμουνιστής θάπρεπε να δει σ’ αυτή τον πρόλογο μιας επαναστατικής περιόδου, ο Μανουίλσκι διακήρυττε κατά λέξη αυτά:

«Αυτού του είδους τα κινήματα (η επαναστατική ανάπτυξη στην Ισπανία) παρελαύνουν πάνω στην οθόνη της ιστορίας σαν ένα απλό επεισόδιο που δεν αφήνει βαθιά ίχνη μέσα στο πνεύμα των εργαζομένων μαζών, δεν πλουτίζουν την πείρα της ταξικής τους πάλης. Μια μερική απεργία μπορεί νάχει για τη διεθνή εργατική τάξη μια επίδραση πιο υποβλητική παρά οποιαδήποτε “επανάσταση” ισπανικού είδους, που πραγματοποποιείται χωρίς το Κομμουνιστικό Κόμμα και το προλεταριάτο να εξασκούν σ’ αυτήν τον ηγετικό τους ρόλο», [Ολομέλεια της Ε.Ε. της Κ.Δ., Φεβρουάριος 1930].

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το Ισπανικό Κόμμα αιφνιδιάσθηκε από τα γεγονότα και συσσώρευσε λάθη πάνω στα λάθη. Θα περιοριστούμε στο να τ’ απαριθμήσουμε γιατί κι αυτά προέρχονται από την ίδια πηγή από την οποία προέρχονται κι όλα τα λάθη των κομμάτων που αναφέραμε: από την εσφαλμένη στρατηγική και τακτική της Κ.Δ.

Αμέσως μετά την πτώση της μοναρχίας κι ενώ η «τρίτη περίοδος» βρισκόταν στο ζενίθ της δόξας της, το Ισπανικό τμήμα της Κ.Δ. κάλεσε τους γεμάτους δημοκρατικές αυταπάτες εργάτες –έβλεπαν ότι η μοναρχία έπεσε ύστερ’ από μια ψηφοφορία– να εγκαθιδρύσουν το σοβιετικό καθεστώς, τη στιγμή που Σοβιέτ δεν υπήρχαν κι ούτε ποτέ οι ισπανοί εργάτες είχαν δημιουργήσει τέτοια. Από συνδικαλιστική άποψη, οι αναρχοσυνδικαλιστές που είχαν ισχυρές παραδόσεις μέσα σ’ αυτή τη χώρα είχαν μεταρρυθμίσει την Ε.Σ.Ε. (Εθνική Συνομοσπονδία των Εργατών) προς την οποία προσανατολίζονταν εκατοντάδες χιλιάδες εργατών. Η τακτική όμως των «κόκκινων συνδικάτων» απαιτούσε να αγνοηθεί αυτό το γεγονός και το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκρότησε μια «Επιτροπή Ανασύστασης», στην πραγματικότητα μια καινούρια Γενική Συνομοσπονδία αγωνιζόμενη εναντίον της Ε.Σ.Ε. Έτσι το Κ.Κ. αποκόπηκε από ένα μεγάλο αριθμό επαναστατών εργατών, γιατί εμφανίζονταν στα μάτια τους σαν διασπαστικό. Αυτό διευκόλυνε τους άναρχο-συνδικαλιστές ηγέτες ν’ αποκλείσουν από τα συνδικάτα τα κομμουνιστικά στοιχεία που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτά κι αντιτάσσονταν στις αναρχοσυνδικαλιστικές μεθόδους πάλης. Ύστερα από μερικούς μήνες η Κομμουνιστική Διεθνής επέβαλε στο Ισπανικό Κόμμα να κάνει μια στροφή. Το κατηγόρησε ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι η επανάσταση που έπρεπε να πραγματοποιηθεί ήταν μια επανάσταση αστική και του επέβαλε ως σύνθημα τη «δημοκρατική δικτατορία των εργατών και χωρικών». Το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα τάχασε μέσα σ’ όλη αυτή την πολιτική. Παρά την ευνοϊκή κατάσταση, παρά τις προδοσίες των σοσιαλιστών και των συνδικαλιστών του είδους Πεστάνια, παρά τη φανερή ανικανότητα των αναρχικών σαν τον Ντουρούτι και των «καταλανών κομμουνιστών» σαν τον Μαουρίν η επιρροή του δεν μεγάλωσε παρά σε μια αναλογία εντελώς ανεπαρκή και ακόμα την ώρα αυτή παραμένει ένας δευτερεύων παράγων της πολιτικής ζωής της Ισπανίας και δεν σχημάτισε στελέχη κατά τη διάρκεια της πάλης.

Η Κατάσταση στη Γερμανία

Η Γερμανία, η περισσότερο ανεπτυγμένη απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, που πριν από το 1914 ακόμα πνίγονταν μέσα στα όρια της, στραγγαλίστηκε από τη συνθήκη των Βερσαλιών και καταδικάστηκε να διατελεί κάτω από τέτοιες συνθήκες που σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια οικονομική κατάσταση συνεπάγεται γι’ αυτήν μια κατάσταση καταστροφική. Έτσι από το τέλος του πολέμου πολλές φορές ως τα 1923 το επαναστατικό κύμα απείλησε το υφιστάμενο καθεστώς κι από τη χρονολογία αυτή η «σταθεροποίηση» του καπιταλισμού δεν εμπόδισε να ξεσπάσουν μέσα σ’ αυτή βίαιοι κοινωνικοί αγώνες και να εκδηλωθεί μια εξαιρετικά μεγάλη ένταση των ταξικών σχέσεων. Η παγκόσμια κρίση έφερε αυτές τις αντιφάσεις σε σημείο παροξυσμού. Ήδη οι εκλογές του Ράιχσταγ το Σεπτέμβρη του 1930 αποκάλυψαν όλες αυτές τις αντιφάσεις, δείχνοντας την τεράστια ανάπτυξη του φασισμού, τη λιγότερο γρήγορη ανάπτυξη του Κομμουνιστικού Κόμματος και τη βραδύτατη τότε ακόμα αποσύνθεση των κομμάτων του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας. Με το βάθεμα και την εξέλιξη της κρίσης, μετά τις οικονομικές δυσκολίες που είχαν ως αποτέλεσμα το κλείσιμο των εργοστασίων και μια ανεργία εκατομμυρίων προλεταρίων, ήρθανε οι χρηματιστικές δυσκολίες, η αδυναμία πληρωμής των βαριών λύτρων στους νικητές του πολέμου, όλα δε αυτά συντέλεσαν στο βάθεμα των πολιτικών δυσκολιών. Η Κυβέρνηση Μπρίνιγκ, αφού έκανε επιδέξια ελιγμούς, διέκοψε τις εργασίες του κοινοβουλίου, κατέβασε τα μεροκάματα και επιβάρυνε με φόρους βαρύτατους τις εργαζόμενες μάζες με τα καταναγκαστικά διατάγματα. Αν παρ’ όλα αυτά παρέμενε στην εξουσία, αυτό οφείλεται στην υποστήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και των ρεφορμιστικών συνδικάτων.

Αλλά η αστική τάξη δεν μπορεί πια να συνεχίσει την εξασφάλιση της κυριαρχίας της με τις σημερινές κυβερνητικές μορφές, εφόσον το προλεταριάτο κατέχει οργανώσεις που, παρά τους προδότες ρεφορμιστές ηγέτες τους, μπορούν να αποτελέσουν βάσεις για την αντίσταση στα μέτρα που θα χειροτέρευαν περισσότερο την κατάστασή του. Η μεγαλοαστική τάξη δεν βλέπει τη σωτηρία της παρά μόνο στο φασισμό.

Οι μεγάλοι καπιταλιστές του Ρουρ, ιδιαιτέρως ο Τίσεν, έχουν δόσει εκατομμύρια στον Χίτλερ, ο οποίος εκμεταλλεύεται την απελπισία της μικροαστικής τάξης. Ο θρίαμβος του φασισμού στην Γερμανία θα συνεπάγονταν μια μεγάλη παγκόσμια καταπίεση. Μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο το γερμανικό προλεταριάτο είναι εκείνο που είναι καλύτερα οργανωμένο, που έχει τις ισχυρότερες παραδόσεις πάλης, που μόνο με τη δύναμη του αριθμού του και της οργάνωσής του αποτελεί ένα φρένο στην καπιταλιστική κυριαρχία. Ο θρίαμβος του φασισμού δεν θα εσήμαινε μοναχά την εξαφάνιση όλων των εργατικών οργανώσεων στη Γερμανία, τη φυσική εξόντωση δεκάδων χιλιάδων εργατών. Ο θρίαμβος του φασισμού στη Γερμανία θα είχε ως συνέπεια μια ενίσχυση μέσα σ’ όλο τον κόσμο των εθνικιστικών συμμοριών των εχθρών του προλεταριάτου, μια διπλασιασμένη καταπίεση εναντίον όλων των εργατικών οργανώσεων. Το σιδερένιο τακούνι του κεφαλαίου θα τσάκιζε ακόμη περισσότερο την εργατική τάξη. Και ο θρίαμβος του φασισμού θα αποτελούσε επί πλέον μια άμεση απειλή, ένα βέβαιο πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Ο Χίτλερ, παρά τις πατριωτικές μεγαληγορίες του, δεν θα σπάσει με τη δύναμη τα δεσμά της συνθήκης των Βερσαλιών: υπηρέτης του γερμανικού καπιταλισμού θα συνεννοηθεί με τους υπηρέτες των άλλων χωρών. Κατά τις συνεννοήσεις αυτές θα έχει στο χέρι του ένα νόμισμα συναλλαγών που καμιά γερμανική Κυβέρνηση δεν κρατούσε μετά το 1918. Με το πνίξιμο μέσα στο αίμα του προλεταριάτου θάχει τα χέρια του ελεύθερα απέναντι της Σοβιετικής Ρωσίας. Ο γερμανικός φασισμός που εννοεί να μην επιτρέψει να υφίσταται στη Γερμανία καθετί που είναι «μαρξιστικό», υπονοώντας έτσι καθετί που έχει σχέση με την προλεταριακή οργάνωση, θα τραβήξει στο να κτυπήσει εκεί όπου κάθε προλετάριος που θέλει ν’ απελευθερωθεί βρίσκει ένα παράδειγμα και ένα στήριγμα, τη Σοβιετική Ρωσία. Έχοντας εσωτερικά τις θέσεις του εξασφαλισμένες, διαθέτοντας την πιο τεράστια τεχνική και την υποστήριξη των καπιταλιστικών χωρών, ο γερμανικός φασισμός στην εξουσία θα αποτελούσε μια απειλή χωρίς προηγούμενο για το προλεταριακό κράτος.

Η πάλη που διεξάγεται λοιπόν στη Γερμανία ενδιαφέρει το μέλλον ολόκληρου του κόσμου για ένα μεγάλο αριθμό χρόνων. Κατά συνέπεια η πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Γερμανία έχει μια σημασία κεφαλαιώδη. Από μια σωστή ή εσφαλμένη πολιτική εξαρτιέται η τύχη του γερμανικού προλεταριάτου, του παγκόσμιου προλεταριάτου, της Σοβιετικής Ένωσης. Από το 1923 η Αντιπολίτευση ορθώθηκε σε κάθε βήμα εναντίον της ακολουθούμενης από τη διεύθυνση της Κ.Δ. πολιτικής, πολιτικής που υπήρξε μια αδιάκοπη σειρά λαθών. Μα από δω και δυο χρόνια τώρα η πολιτική αύτη πήρε τέτοιες διαστάσεις που απειλεί όχι μονάχα να οδήγησε προς ήττες, όπως στην Αγγλία και την Κίνα, μα ακόμα και να οδηγήσει την ίδια την Κ.Δ. στην κατάρρευσή της. Η πολιτική της «τρίτης περιόδου», η θεωρία του «σοσιαλφασισμού», είχαν σαν συνέπεια όχι μονάχα την εγκατάλειψη της πρακτικής του ενιαίου μετώπου, μα ακόμα και την εγκατάλειψη της δράσης των επαναστατών μέσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των ρεφορμιστών, που συγκεντρώνουν μέσα στις γραμμές τους πάνω από 5 εκατομμύρια εργατών, για να ιδρυθούν τα περίφημα «κόκκινα συνδικάτα» που δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν ούτε καν τόσους οπαδούς όσους συγκεντρώνει το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η δημιουργία των «κόκκινων συνδικάτων» αρκούσε για να στρέψει εναντίον του Κόμματος τους οργανωμένους εργάτες, βαθιά προσκολλημένους στις οργανώσεις για τις οποίες τόσο τεράστιες προσπάθειες είχαν κάνει. Τους φαίνονταν πως τη στιγμή που οι φασίστες επιδίωκαν την καταστροφή με τη βία των οργανώσεων τους, οι κομμουνιστές παράλληλα εργάζονταν για να τις χτυπήσουν με τη διάσπαση. Μα αυτό δεν ήταν όλο. Η θεωρία του «σοσιαλφασισμού» είχε ακόμα και συνέπειες στιγμιαίες σαν αύτη: στους κομμουνιστές πιονέρηδες έριξαν το σύνθημα να χτυπούν τα παιδιά των σοσιαλδημοκρατών: «Χτυπάτε τους μικρούς Ζέργκιμπελ μέσα στα σχολεία». Το επαίσχυντο αυτό πράγμα δεν κράτησε, μα είναι ήδη πολύ το ότι μπόρεσε να γίνει.

Μα ταυτόχρονα με την πολιτική αυτή, που ευνοούσε τα συμφέροντα της μπουρζουαζίας απομονώνοντας την κομμουνιστική πρωτοπορία από τη μεγάλη ρεφορμιστική μάζα, το Κομμουνιστικό Κόμμα διεξήγαγε μια από τις πιο αμφιταλαντευόμενες πολιτικές απέναντι του φασισμού. Η αντιμαρξιστική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» εφαρμόστηκε στην πολιτική του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αντί να επιδιώξει –να σπάσει το πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών– να ενοποιήσει τους αγώνες των ευρωπαίων προλεταρίων και να τους οδηγήσει προς μια κοινή επαναστατική λύση, αντί να ρίξει το σύνθημα των Ενωμένων Σοβιετικών Πολιτειών της Ευρώπης, όπως έκανε η Κ.Δ. στον καιρό της κατάληψης του Ρουρ, το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα πρότεινε ως αντικειμενικό σκοπό την «εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Γερμανίας». Καμιά ουσιώδης διαφορά με τα δημαγωγικά συνθήματα των φασιστών. Δεν υπάρχει ταξικός αντικειμενικός σκοπός μέσα σ’ αυτό το σύνθημα. Η Γερμανία τίθεται μέσα σε αυτό το σύνθημα όχι σαν ένα ισχυρό ιμπεριαλιστικό κράτος, μα σαν ένα κράτος μισοαποικιακό. Το σύνθημα αυτό είχε σαν συνέπεια μια δράση εκ μέρους του Κόμματος κατά πολύ όμοια με τη δράση των φασιστών και την αντικατάσταση του συνθήματος της «προλεταριακής επανάστασης» με το σύνθημα της «λαϊκής επανάστασης». Αναπόφευχτο επακολούθημα ήταν μια στρατολογία επικίνδυνη για τη διατήρηση του ταξικού χαρακτήρα του Κόμματος. Ο τύπος του Κόμματος έκανε μεγάλο θόρυβο γύρω από την προσχώρηση του υπολοχαγού Σέριγκερ, που καταδικάστηκε σαν εθνικοσοσιαλιστής, προσχώρηση που συμβόλιζε το πέρασμα στο Κόμμα ενός αρκετά μεγάλου αριθμού στοιχείων της ίδιας προέλευσης με τον Σέριγκερ. Δεν θα υπήρχε τίποτα το αντικανονικό σ’ ένα τέτοιο γεγονός σε περίοδο π.χ. επαναστατικής ανόδου, όταν το προλεταριάτο ενώνοντας τις γραμμές του γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα παρασέρνει στην πορεία του πολυάριθμα μικροαστικά στρώματα και υπό τον όρο αυτοί που προσχωρούν στο Κομμουνιστικό Κόμμα να εγκαταλείπουν τη μικροαστική ιδεολογία τους και να υιοθετούν την κομμουνιστική ιδεολογία. Δεν υπήρξε όμως καθόλου αυτή η περίπτωση του υπολοχαγού Σέριγκερ. Σε μια από τις μπροσούρες του που τιτλοφορείται «Λαός αφυπνιζόμενος» παρουσιάζει έναν αριθμό των λόγων που την καθόρισαν. Σ’ έναν στρατηγό, που εναντίον της χειρονομίας του επικαλείται το πνεύμα του παλιού σώματος των γερμανών εργατών, απαντά: «Το πνεύμα του παλιού στρατού είναι εκείνο που μιλάει εδώ, του στρατού του Λάγκεμαρκ και του Βερντέν. Το καπιταλιστικό δημοκρατικό σύστημα δεν έχει τίποτα το κοινό μ’ αυτό το πνεύμα. Οι “εθνικοί” κύκλοι πρόδωσαν την υπόθεση εκείνων που έπεσαν στη Γαλλία, όπως κι ο Γουλιέλμος ο II την πρόδωσε όταν έφυγε για την Ολλανδία», [σελ. 3 και 4]. Σ’ έναν αντιπρόσωπο που δεν μπορεί να εξηγήσει την προσχώρηση του στο Κ.Κ., λόγω της θέσης του τελευταίου πάνω στο εβραϊκό ζήτημα, ο υπολοχαγός Σέριγκερ απαντά: «Εξ άλλου, είναι ενδιαφέρον –αν δεν είναι ακόμα και μιας σημασίας αρχής– ότι μέσα στην Κεντρική Επιτροπή του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν συμμετέχει κανένας εβραίος κι ότι τουναντίον στις εκδόσεις Σερλ του Χούγκεμπεργκ βρίσκονται, όπως είναι φανερά γνωστό, εννέα αντιπρόσωποι αυτής της ράτσας», [σελ. 13]. Τί γίνεται εδώ η διεθνιστική προλεταριακή ιδεολογία πάνω στην οποία βασίζεται η Κομμουνιστική Διεθνής;

Και η ολέθρια αυτή πολιτική καταλήγει σε μια πράξη που δυσφήμησε για πολύν καιρό το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα: στη συμμετοχή στο φασιστικό δημοψήφισμα της Πρωσίας στις 9 Αυγούστου 1931. Οι φασίστες πρότειναν η ύπαρξη της πρωσικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης των Μπράουν - Σέβεριγκ να υποβληθεί σ’ ένα δημοψήφισμα του πρωσικού πληθυσμού. Η Πρωσία είναι ο άξονας της Γερμανίας. Ένας φασιστικός θρίαμβος στην Πρωσία θα είχε ως συνέπεια τη σύντομη επικράτηση του φασισμού σ’ όλη τη Γερμανία. Ποιά υπήρξε η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι αυτού του δημοψηφίσματος; Είναι βέβαιο πως το Κ.Κ. πρέπει να καταγγέλλει και να πολεμά τους σοσιαλιστές και τις Κυβερνήσεις τους που αποτελούν στηρίγματα της αστικής κυριαρχίας. Ανατροπή της σοσιαλιστικής Κυβέρνησης θάταν καλή υπό τον όρο να γίνει απ’ τους εργάτες και τη θέση της να πάρει η δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν ήταν δυνατό στην Πρωσία. Οι σοσιαλιστές εργάτες, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, δεν είδαν ακόμα καθαρά. Η προηγούμενη πολιτική του Κ.Κ. συνετέλεσε πολύ σ’ αυτό. Μα στις 9 Αυγούστου το Κ.Κ., μακριά από το να συντελέσει στο να ξεπεραστούν τα λάθη που έγιναν, έκανε μπλοκ με τους φασίστες μέσα στις κάλπες. Φυσικά σκέπασε την επαίσχυντη αυτή συνεννόηση με τη διατύπωση: «Μεταβάλετε το φασιστικό δημοψήφισμα σε κόκκινο». Μα κανένας δεν αγνοούσε και δεν μπορούσε ν’ αγνοεί πως, αν με το δημοψήφισμα επιτυγχάνονταν πλειοψηφία, οι νικητές της πρωσικής Κυβέρνησης θα ήταν οι φασίστες κι όχι οι κομμουνιστές. Η σκανδαλώδης αυτή πολιτική δεν ακολουθήθηκε από έναν μεγάλο αριθμό κομμουνιστών και συμπαθούντων εργατών και με τα συνθήματα της και την πολιτική της η διεύθυνση του γερμανικού Κ.Κ. όχι μονάχα δεν μετέβαλε το «φασιστικό δημοψήφισμα» σε «κόκκινο δημοψήφισμα», μα έκανε το Κόμμα να υποστεί μια μεγάλη ήττα και άνοιξε ακόμα περισσότερο το ήδη βαθύ χάσμα μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών εργατών.

Το Κ.Κ. κατηγορεί πολύ σωστά τη σοσιαλδημοκρατία για την πολιτική του «μικρότερου κακού». Κάτω, απ’ αυτή τη διατύπωση η σοσιαλδημοκρατία καλύπτει όλες τις παραιτήσεις της, όλες τις παραχωρήσεις της, όλες τις προδοσίες της. Όταν εμείς, η Αριστερή Αντιπολίτευση, υπερασπίζουμε την τακτική του ενιαίου μετώπου, έτσι όπως την καθόρισε στο 3ο και 4ο Συνέδριο η Κομμουνιστική Διεθνής και η οποία επιβάλλει ν’ αποτεινόμαστε σ’ όλη τη σοσιαλδημοκρατική οργάνωση για να της προτείνουμε κοινή δράση εναντίον του φασισμού κάτω από συγκεκριμένα συνθήματα, τακτική που θα επέτρεπε να ξεσκεπάσουμε καλύτερα τη σοσιαλδημοκρατία μπροστά στα μάτια των εργατών που εξαπατά ακόμα, η διεύθυνση του Κ.Κ. μας κατηγορεί ότι επαναλαμβάνουμε με τη σειρά μας την αντίληψη του «μικρότερου κάκου». Όσο για μας τους κομμουνιστές, πιστεύουμε πως επιβάλλεται να χρησιμοποιήσουμε τις σημερινές διαφορές μεταξύ της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού, κατόπιν και κυρίως να συνδεθούμε με τους ρεφορμιστές εργάτες μέσα στην πάλη κατά του φασισμού και με την πείρα που μόνοι τους θ’ αποκτήσουν μέσα στην πάλη θα τους αποδείξουμε ότι οι αρχηγοί τους και το κόμμα τους δεν θέλουν να τραβήξουν την πάλη ως το τέλος γιατί αυτό θα έθετε σε κίνδυνο το καπιταλιστικό καθεστώς.

Μα αν η διεύθυνση του Κ.Κ. μας κατηγορεί ηλίθια ότι είμαστε υπέρ της πολιτικής του «μικρότερου κάκου», τουναντίον αυτή τοποθετήθηκε μόνη της θεληματικά ή άθελα πάνω στο ίδιο αυτό πεδίο του «μικρότερου κάκου», μα διαλέγοντας τον Χίτλερ, ενώ η σοσιαλδημοκρατία διάλεγε τον Μπρίνιγκ. Γιατί τί άλλο μπορούσε να σημαίνει η συμμετοχή αυτή στο φασιστικό δημοψήφισμα ή όχι ότι ο Χίτλερ θεωρείται σαν το μικρότερο κακό; Τί άλλο μπορούσε να σημαίνει η διακήρυξη αυτή που ο Ρέμελε έκανέ στο Ράϊχσταγκ: «Οι κύριοι φασίστες δεν μας τρομάζουν, θα διαλυθούν πολύ πιο γρήγορα απ’ οποιαδήποτε άλλη Κυβέρνηση»; [14 Οκτωβρίου 1931]. Τί άλλο μπορούσαν να σημαίνουν τα λόγια αυτά, σύμφωνα με τα οποία ο Χίτλερ δεν θα μπορέσει να κάνει περισσότερα από τον Μπρίνιγκ; Δεν είναι μια επαίσχυντη επανάληψη της θεωρίας του «μικρότερου κακού»; Όσο για τ’ αποτελέσματα αυτής της πολιτικής αρκεί να διαβάσει κανείς τους αριθμούς για να τ’ αντιληφθεί. Στις 13 Αυγούστου, στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γερμανία, η σοσιαλδημοκρατία φτάνει στο σημείο να ψηφίσει υπέρ του Χίντεμπουργκ. Αυτό θάπρεπε να εξεγείρει εκατομμύρια εργατών που την ακολουθούν και να τους κάνει να ψηφίσουν υπέρ του μόνου εργατικού υποψήφιου, υπέρ του Τέλμαν, υποψήφιου του Κ.Κ. Τί δίνει όμως ο πρώτος γύρος; Στον Χίντεμπουργκ, 18 εκατομμύρια ψήφους, πράγμα που σημαίνει πως η σοσιαλδημοκρατία, η μεγάλη εκλογική του βάση, διατήρησε την επιρροή της πάνω στη μεγάλη μάζα των εργατών. Ο Χίτλερ παίρνει 11 εκατομμύρια ψήφους, κερδίζοντας 80 ο)ο επί των εκλογών του Σεπτεμβρίου 1930. Το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνει μόλις 5 εκατομμύρια ψήφους, αυξάνοντας μόνο κατά 400.000 τους ψήφους του σε σχέσει με τους ψήφους του 1930. Και το πιο χαρακτηριστικό και βαρύ: παρουσιάζει μια ελάττωση των ψήφων του μέσα στα εργατικά κέντρα (Βερολίνο, Αμβούργο, Ντίσελντορφ, Έσσεν κ.λ.π.) έναντι μιας αύξησης στα χωριά[x].

Και στο δεύτερο γύρο; Ο Χίντεμπουργκ κερδίζει 700.000 ψήφους εν σχέσει με την προηγούμενη εκλογή, ο Χίτλερ περισσότερα από δυο εκατομμύρια κι ο υποψήφιος του Κ.Κ. χάνει περισσότερο από 1.200.000 ψήφους.

Μετά τις εκλογές αυτές τα γεγονότα εξελίχτηκαν με μια ταχύτητα καταπληκτική. Εκλογές στην Πρωσία για καινούρια Δίαιτα. Η φασιστική άνοδος συνεχίζεται. Αρκούσε η μετατόπιση μιας δωδεκάδας εδρών για να έχουν με τη βοήθεια των γερμανών εθνικιστών την απόλυτη πλειοψηφία. Τουναντίον υποχώρηση του Κ.Κ. και υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας. Το Κ.Κ. υποχωρεί ακόμα κι εν σχέσει με τις εκλογές του Ράϊχσταγκ του 1930.

Η αστική τάξη βγάζει γρήγορα αυτό το συμπέρασμα. Ο Χίντεμπουργκ διώχνει την Κυβέρνηση Μπρίνιγκ, της οποίας η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν στηρίζεται σε καμιά ενεργό δύναμη μέσα στη χώρα. Τοποθετεί στη θέση της μια Κυβέρνηση γαιοκτημόνων και στρατιωτικών, η οποία διαλύει τα Ράϊχσταγκ και σε συμφωνία με τους φασίστες προπαρασκευάζει εκλογές για το τέλος Ιουνίου. Αποβλέπει μ’ αυτό να επιτρέψει στους φασίστες ναρθούν στην εξουσία «νόμιμα» και να πραγματοποιήσουν κάτω από καλύτερες συνθήκες τα έργο της εξόντωσης του προλεταριάτου.

Η Κυβέρνηση φον Πάπεν δεν κρύβει τις προθέσεις της. Σε μια έκκληση προς τη χώρα καταγγέλλει τα «μαρξισμό» και δεν κρύβει τις αντισοβιετικές της διαθέσεις. Στέλνει αντιπροσώπους στο Παρίσι για να παζαρέψει τη βοήθεια που φέρνει στον παγκόσμιο καπιταλισμό στην πάλη εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ.

Η πολιτική του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος έναντι μιας παρόμοιας κατάστασης πολύ λίγο άλλαξε. Βέβαια εγκατέλειψε έναν αριθμό διατυπώσεων. Δεν λέει πια: «ο φασισμός θα διαλυθεί μόνος του». Μιλάει για αντιφασιστική πάλη. «Έκανε ακόμα και προτάσεις ενιαίου μετώπου προς τις σοσιαλιστικές οργανώσεις του Βερολίνου - Βρανδεμβούργου και άλλων περιοχών. Λέει: «πρέπει ν’ αγωνιστούμε». Μα δεν δείχνει στους εργάτες τα μέσα με τα οποία θα διεξαγάγουν την πάλη τους. Δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική στους εργάτες. Παρά τις μερικές αλλαγές στις διατυπώσεις, ακολουθεί πάντα την δια πολιτική, την πολιτική που οδηγεί στη συνθηκολόγηση μπροστά στο φασισμό.

Μα πώς συμβαίνει η Κ.Δ. ν’ ακολουθεί μια τέτοια πολιτική στη Γερμανία; Η Κ.Δ., η Εκτελεστική Επιτροπή της, ο Στάλιν και το Πολιτικό Γραφείο του Ρωσικού Κόμματος μένουν βουβοί. Αυτοί είναι που δίνουν στο Γερμανικό Κ.Κ. εντολές για την πολιτική που ακολουθεί και αυτοί είναι που αύριο δεν θα διστάσουν να επιρρίψουν πάνω σ’ αυτό μονάχα τις ευθύνες μιας ήττας. Γιατί αυτή η πολιτική; Ξαναβρίσκουμε πάλι τη θεωρία αυτή του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα», που αποτελεί τον κόμπο των διαφορών μας με τον κεντρισμό. Για τη διεύθυνση του Ρωσικού Κόμματος, για την κεντριστική γραφειοκρατία, το ουσιώδες είναι να διεξαγάγουν ήσυχα την πολιτική τους μέσα την Ε.Σ.Σ.Δ., να πραγματοποιήσουν το πεντάχρονο σχέδιο, θεωρώντας το σαν σκοπό αυτό καθ’ εαυτό. Κι αποσπούν την πραγματοποίηση του πεντάχρονου σχεδίου από την ανάπτυξη του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Η κεντριστική γραφειοκρατία θέλει να την αφήσουν ήσυχη γιατί οι δυσκολίες μέσα στην Ε.Σ.Σ.Δ. την απασχολούν τρομερά. Κι εκείνο που φοβάται είναι ότι θάχει να διεξαγάγει μια πάλη στη Γερμανία που θα μπορούσε νάχει σοβαρές συνέπειες, όπως μια υλική ενίσχυση του ρωσικού προλεταριάτου με τη μορφή μιας επέμβασης του Κόκκινου Στρατού.

Μα μια τέτοια στάση μπορεί να κοστίσει πολύ. Ο Φαν Πάπεν μόλις ήρθε στην Κυβέρνηση διακήρυξε την εχθρότητα του απέναντι της Ε.Σ.Σ.Δ. Η παγκόσμια μπουρζουαζία, βουτηγμένη στην κρίση, δεν θ’ αφήσει τη Ρωσία να εργαστεί ήσυχα για την πραγματοποίηση του πεντάχρονου σχεδίου. Απέναντι ενός καπιταλισμού ανώτερα εξοπλισμένου τεχνικά η Ε.Σ.Σ.Δ. έχει ανάγκη της υποστήριξης των εργαζομένων μαζών των καπιταλιστικών χωρών για να μποδίσει τον αντισοβιετικό πόλεμο. Ο θρίαμβος του φασισμού θα εκμηδένιζε σχεδόν την εργατική δράση. Η ύπαρξη της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Κομμουνιστικής Διεθνούς απειλούνται άμεσα από τον πιθανό θρίαμβο του φασισμού. Το να μη μεταβληθεί η σημερινή πολιτική του Γερμανικού Κ.Κ., αν δεν πραγματοποιηθεί το ενιαίο μέτωπο με τις ρεφορμιστικές οργανώσεις για την ένοπλη πάλη κατά του φασισμού, αυτό θα σημαίνει συνθηκολόγηση μπροστά στο φασισμό, προδοσία των συμφερόντων του προλεταριάτου. Αν αφήσουμε να συνεχιστεί η κεντριστική πολιτική, θα φτάσουμε σε μια καταστροφή που θα εξαφανίσει τ’ αποτελέσματα δεκάδων χρόνων δράσης κι αγώνων του προλεταριάτου. Η Αντιπολίτευση δεν θα πάψει ούτε στιγμή να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στους κομμουνιστές ολόκληρης της Κ.Δ. για να επιβάλουν μια αλλαγή της πολιτικής του Γερμανικού Κ.Κ., για να επιβάλουν την πραγματοποίηση του ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού. Στην Αγγλία και την Κίνα η φωνή της υπήρξε πολύ αδύνατη και δεν είχε έγκαιρα αποτελέσματα. Για τη Γερμανία μένει λίγος ακόμα καιρός. Πρέπει όλοι, όσοι μέσα στη Διεθνή έχουν συνείδηση του κινδύνου, να ενωθούν με την Αριστερή Αντιπολίτευση, να εκμηδενίσουν την κεντριστική γραφειοκρατία.

Η τύχη της παγκόσμιας επανάστασης παίζεται σήμερα για μια σχετικά μεγάλη ιστορική περίοδο.

 

Η Πάλη Κατά του Πόλεμου – Το Συνέδριο του Άμστερνταμ

Η πάλη κατά των ιμπεριαλιστικών πολέμων αποτέλεσε πάντα ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της κομμουνιστικής πολιτικής. Τόσο ο Μαρξ κι ο Έγκελς όσο κι ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι διεξήγαγαν την πάλη αυτή με τον πιο αδιάλλαχτο τρόπο, χτυπώντας κυρίως κάθε πατσιφιστική και ρεφορμιστική αυταπάτη που έτεινε στα να παρουσιάσει σαν δυνατή την κατάργηση των πολέμων μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Υπεράσπισαν πάντα την ιδέα πως πάλη κατά του πολέμου χωρίς πάλη κατά του καπιταλιστικού συστήματος ήταν κάτι χωρίς έννοια και πως ο πατσιφισμός δεν είναι παρά ένα μέσο εξαπάτησης των καταπιεζομένων και άμβλυνσης της ταξικής τους πάλης.

Ο σταλινισμός και στο κεφάλαιο αυτό έδειξε όλη του την κεντριστική φύση. Στον καιρό της «Τρίτης Περιόδου» έριξε μέσα στην πιο μεγάλη σύγχυση τα κομμουνιστικά κόμματα, παρουσιάζοντας σαν άμεσο τον κίνδυνο ενός ιμπεριαλιστικού και περισσότερο ακόμα ενός αντισοβιετικού πολέμου και με τελεσιγραφικές διαταγές, με συνθήματα ανεδαφικά και τυχοδιωκτικά, με ενέργειες οικτρά γραφειοκρατικές, προσπαθούσε να κινητοποιήσει το παγκόσμιο προλεταριάτο εναντίον αυτού του κινδύνου. Η τακτική των «διεθνών αντιπολεμικών ημερών» και των «μαχητικών αντιπολεμικών διαδηλώσεων» κατασπατάλησε τις δυνάμεις της κομμουνιστικής πρωτοπορίας και με τη χρεωκοπία της καταρράκωσε τα κύρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Όταν με το ξέσπασμα της κρίσης και προπαντός με την ορμητική ανάπτυξη του φασισμού στη Γερμανία ο κίνδυνος του ιμπεριαλιστικού πολέμου έγινε πραγματικά αμεσότερος, ο σταλινισμός αντί να θέσει το ζήτημα αυτό με τρόπο ξεκαθαρισμένο κι ενώ από τη μια μεριά ακολουθούσε απέναντι του φασισμού την πιο εγκληματικά χλιαρή πολιτική, από την άλλη ολίγο κατ’ ολίγο εγκατέλειπε την πρωτοβουλία στην πάλη κατά του πολέμου, μετέφερε την πάλη αυτή από το πεδίο του ταξικού πολέμου και της κινητοποίησης των μαζών μέσα στις διασκέψεις του αφοπλισμού, όπου με διπλωματικές συμφωνίες προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα σύνορα της Ε.Σ.Σ.Δ., για να οδηγήσει τέλος την Κομμουνιστική Διεθνή στο οικτρό κατάντημα με την οργάνωση του περιβόητου Συνεδρίου του Άμστερνταμ τον περασμένο Αύγουστο.

Μπροστά στην έκδηλη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Β΄ Διεθνούς κατά την τελευταία περίοδο, για να διατηρήσουν ακριβώς την εργατική τους βάση, υποχρεώθηκαν να φορέσουν μια «αριστερή» μάσκα και να χρησιμοποιήσουν για τη συνέχιση της εξαπάτησης των μαζών μια δημαγωγική φρασεολογία. Έτσι και στο ζήτημα του πολέμου, άρχισαν να εμφανίζονται ότι διεξάγουν αγώνα εναντίον του και ακόμα έφτασαν στο σημείο να διακηρύξουν ότι θα υπερασπίσουν τη Σοβιετική Ρωσία εναντίον κάθε ιμπεριαλιστικής επέμβασης.

Καθήκον της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν να αναλάβει την πρωτοβουλία της οργάνωσης μιας πάλης εναντίον των κινδύνων του πολέμου και ανοιχτά, μπροστά στις μάζες, χωρίς καμιά παρασκηνιακή συνεννόηση, να καλέσει τη Β΄ Διεθνή κι όλες τις ρεφορμιστικές οργανώσεις σ’ ένα ενιαίο αντιπολεμικό και αντιφασιστικό μέτωπο. Όρος απαραίτητος για την επιτυχία της πολιτικής αυτής ήταν η διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η αδιάλλακτη εκ μέρους της υπεράσπιση της επαναστατικής μαρξιστικής γραμμής και του λενινιστικού συνθήματος για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σ’ εμφύλιο, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εξαφάνιση των αιτίων των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Η σύγκληση ενός Συνεδρίου πάνω στη βάση αυτή του ενιαίου μετώπου εκ μέρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα μπορούσε να είναι εξυπηρετική για τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου και θα συντελούσε στο ξεσκέπασμα των προδοτών σοσιαλδημοκρατών.

Αλλά η Κομμουνιστική Διεθνής παραιτήθηκε του ρόλου αυτού και ανέθεσε την οργάνωση του Αντιπολεμικού Συνεδρίου σε δυο ανεύθυνους μικροαστούς πατσιφιστές, πίσω από τη φυσιογνωμία των οποίων έκρυψε το πολιτικό της πρόσωπο. Ο ένας απ’ αυτούς, ο Ανρί Μπαρμπίς, είχε διαγραφεί από το Κόμμα γιατί υπερασπίζει την ιδέα της οργανωτικής συγχώνευσης της Β΄ Διεθνούς με την Κομμουνιστική Διεθνή με το περιοδικό του «Μοντ». Ο άλλος, ο Ρομέν Ρολάν, είναι ένας ιδεαλιστής οπαδός του Γκάντι του οποίου τη θεωρία της παθητικής αντίστασης, που συνίσταται στη μη χρήση όπλων εκ μέρους των ινδών εργατών και χωρικών εναντίον των άγγλων καταπιεστών τους, θαυμάζει και υπεράσπισε με γράμμα του ακόμα και μέσα σ’ αυτό το Αντιπολεμικό Συνέδριο. Και η Κομμουνιστική Διεθνής που αρνείται κάθε ανοιχτή συνεργασία με τις ρεφορμιστικές οργανώσεις, που χτυπά σαν «αντεπαναστατικό» το σύνθημα του ενιαίου εργατικού μετώπου, όπως το εφάρμοσε ο Λένιν, και το αντικαθιστά με το χωρίς καμιά έννοια σύνθημα του «ενιαίου μετώπου από τα κάτω», έστελνε τον Μπαρμπίς να συνεννοηθεί μυστικά και παρασκηνιακά με το σοσιαλδημοκράτη Άντλερ, γραμματέα της Β΄ Διεθνούς, για τη συμμετοχή της τελευταίας στο «Συνέδριο» που θα στέκονταν «υπεράνω των κομμάτων».

Το Συνέδριο αυτό υπήρξε ένα πραγματικό μωσαϊκό. Πήραν μέρος κάθε μορφής τύποι, ινδοί εθνικιστές σαν τον Πάτελ, αρχηγό της δεξιάς πτέρυγας του ινδικού εθνικιστικού κόμματος, μικροαστοί πασιφιστές, «καθώς πρέπει κύριοι» με το παράσημο της Λεγεώνος της τιμής, σοσιαλδημοκράτες, αυτονομιστές, αστές φεμινίστριες, η κυρία Σουν Γιατ-σεν και κομμουνιστές. Ακούστηκαν μέσα εκεί τα πιο περίεργα πράγματα. Ο Πάτελ είπε πως μόνο όταν πάψει η κυριαρχία της Αγγλίας επί των Ινδιών θα πάψουν κι οι πόλεμοι. Δήλωσε πως είναι κατά του κομμουνισμού και δεν παρέλειψε ν’ αναφέρει τη δράση του κόμματος του κατά των ινδών αγωνιστών του προλεταριάτου. Και τα μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων του έψαλλαν τον ύμνο της Διεθνούς!!!

Ο ελβετός σοσιαλδημοκράτης Νικόλ τόνισε την ανάγκη της συγχώνευσης της 3ης και της 2ης Διεθνούς. Ο αυτονομιστής Νταλέ είπε πως ο πόλεμος θα λείψει μόνο όταν η ... Κοινωνία των Εθνών διακηρύξει πως σε περίπτωση κήρυξης πολέμου κανένας δεν θα πρέπει να ξεκινήσει!!! Και τα μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων, πιεζόμενα να εξηγηθούν πάνω σ’ αυτή τη σύγχυση, ή έδειχναν έναν παθητικό σκεπτικισμό ή απαντούσαν: «Τι θέλετε να κάνουμε. Πρέπει να τους κατακτήσουμε. Εδώ δεν είμαστε μεταξύ κομμουνιστών».

Οι σταλινικοί Κασέν και Ρακαμόν μίλησαν κομμουνιστικά, μα κατά ένα τρόπο γενικό, χωρίς να καθορίσουν σαφώς το πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος στη δράση κατά του πολέμου. Ο Μίντσεμπεργκ, βρισκόμενος στο Συνέδριο σαν ένας από τους αρχηγούς κι αντιπροσώπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είπε τ’ αμίμητα αυτά λόγια: «Δεν μιλώ σήμερα εδώ εκ μέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος αλλά εκμέρους του ...Συνεδρίου, του οποίου είμαι βέβαιος ότι εκφράζω τα αισθήματα». Καμιά καθαρή και αμείλιχτη απάντηση στον Πάτελ για τη θεωρία της «παθητικής αντίστασης», καμιά καθαρή και κατηγορηματική απάντηση στο σοσιαλδημοκράτη Νικόλ. Ο σταλινισμός πήγε στο οικτρό αυτό κατασκεύασμά του με τη σημαία του κομμουνισμού διπλωμένη και κρυμμένη στην τσέπη του.

Και ο μόνος υπερασπιστής της κομμουνιστικής πολιτικής στάθηκε μια μικρή ομάδα μπολσεβίκων - λενινιστών που κατά το πλείστον αντιπροσώπευαν ελληνικές εργατικές οργανώσεις και τη Γενική Συνομοσπονδία Θυμάτων Πολέμου της Ελλάδας. Μαζί μ’ αυτούς έπρεπε να βρίσκονται κι οι σύντροφοι Τρότσκι και Ρακόβσκι. Μα οι αστικές αστυνομίες κι η σταλινική γραφειοκρατία τους έφραξαν το δρόμο.

Αστοί εθνικιστές, μικροαστοί πατσιφιστές, σοσιαλδημοκράτες, αυτονομιστές, παρασημοφορημένοι κύριοι, στρατηγοί και φεμινίστριες μίλησαν όσο ήθελαν, έβγαλαν ατέλειωτους πομπώδεις λόγους κι έψαλλαν λυρικούς ύμνους στην ειρήνη και στην ... Κοινωνία των Εθνών.

Μόνο οι μπολσεβίκοι - λενινιστές αντιμετώπισαν την πιο λυσσασμένη αντίσταση και χρειάστηκε πάλη σκληρή και επίμονη εκμέρους τους για να αναγκαστούν οι «φρουροί» να υποχωρήσουν. Μπροστά στο βήμα είχε στηθεί ολόκληρο οδόφραγμα από θρανία για να εμποδιστεί ν’ ανέβει και να μιλήσει ο σ. Μολινιέ. Οι σύντροφοι μας μίλησαν μέσα στα πιο περιορισμένα χρονικά όρια και κάτω από τις κραυγές και τα σφυρίγματα των «αντιπροσώπων». Όμως μίλησαν κι η φωνή τους ακούστηκε κι οι λόγοι τους τυπωμένοι κυκλοφόρησαν. Υπήρξε η μόνη επαναστατική μαρξιστική φωνή:

«Ο πόλεμος που ρημάζει την Άπω Ανατολή θα νικηθεί μόνο από τη θριαμβεύουσα προλεταριακή επανάσταση. Γι’ αυτό χρειάζεται μια δραστική στρατηγική των κομμουνιστικών κόμματων της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Ινδοκίνας και των Ινδιών. Κανένα μπλοκ δεν πρέπει να γίνει με τον Πάτελ, που αύριο θα χρησιμοποιήσει αυτό το μπλοκ (όπως ο Τσαγκ Κάϊ-σεκ) για να εξαπατήσει το προλεταριάτο και να το τσακίσει.

Ο πόλεμος που απειλεί ν’ αγκαλιάσει την Ευρώπη και να πλήξει την Ε.Σ.Σ.Δ. θα νικηθεί με μια σωστή τακτική πάλης του γερμανικού και ευρωπαϊκού προλεταριάτου εναντίον του φασισμού.

Πάνω σ’ αυτό το δρόμο θα συνεχίσουμε με πείσμα την πάλη μας, ως τη στιγμή που οι ιδέες μας θα θριαμβεύσουν. Σήμερα αγωνιζόμαστε εναντίον του ρεύματος. Αύριο η πρωτοπορία του προλεταριάτου θ’ αναλάβει πάνω στο δρόμο που χαράξαμε την πάλη για το τελικό του ξεσκλάβωμα».

Το Συνέδριο έληξε μέσα σ’ «όρκους» και σε πομπώδεις και κομφουζιονιστικές διακηρύξεις που συντάχτηκαν από τον Μπαρμπίς και ...διορθώθηκαν από τον Πάτελ, τον Φοντενί με το παράσημο της λεγεώνας της τιμής, την κυρία Δουσέν και την κυρία Σουν Γιατ-σεν. Έληξε για να σβήσει ολότελα κάθε εντύπωσή του από την άλλη μέρα. Πέρασαν μήνες από τότε. Η Επιτροπή που βγήκε για να «οργανώσει την πάλη κατά του πολέμου» ούτε ακούστηκε, ούτε θ’ ακουστεί.

Η πιο οικτρή επωδός του έγινε στην Ελλάδα. Εδώ ο σταλινισμός είχε προαναγγείλει κάποια συνδιάσκεψη για την εκλογή αντιπροσώπων για το «Αντιπολεμικό Συνέδριο». Η συνδιάσκεψη αύτη ξεχάστηκε και δεν έγινε. Αντιπρόσωποι ελληνικών οργανώσεων στο Συνέδριο πήγαν μόνο Αντιπολιτευόμενοι. Ο ελληνικός σταλινισμός έλαμψε δια της απουσίας του. Αυτό υπήρξε ένα μεγάλο πλήγμα για το σταλινισμό γενικά κι οι ανώτατοι μανδαρίνοι της Κ.Δ. έθεσαν υπό κατηγορία τους έλληνες υφισταμένους τους. Κι οι τελευταίοι για να επισκιάσουν την αμέλεια τους έφτασαν ως το σημείο να κάνουν ενιαίο μέτωπο με την αντίδραση και την Ασφάλεια για να εξοντώσουν τους Αρχειομαρξιστές στους αναπήρους. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές δεν είναι γνωστό αν ο σύντροφος Βερούχης, θύμα της δολοφονικής επίθεσης εναντίον της συνέλευσης των αναπήρων, δεν πληρώσει με τη ζωή του τη λύσσα των σταλινικών, πληρώνοντας με το αίμα του για την υπογραφή που έβαλε κάτω από τα πληρεξούσια των σ. Τρότσκι και Ρακόβσκι.

Για την Αναγέννηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Πολλά λάθη έγιναν. Ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που συσσωρεύτηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα και την Κομμουνιστική Διεθνή στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της σπαταλήθηκε. Σήμερα η κατάσταση είναι εξαιρετικά άσχημη, γεμάτη κινδύνους. Από την πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Γερμανία εξαρτάται η νίκη ή η ήττα του φασισμού, δηλαδή της αντεπανάστασης στην Ευρώπη. Η νίκη του φασισμού δεν θάριχνε μονάχα το γερμανικό προλεταριάτο κάτω από συνθήκες τρομακτικής καταπίεσης. Η Κομμουνιστική Διεθνής θα κατέρρεε, η Σοβιετική Ένωση θα βρισκόταν απομονωμένη απέναντι σ’ ένα εχθρό ανώτερα εξοπλισμένο που θ’ αποτελούσε γι’ αυτήν θανάσιμη απειλή.

Κάθε κομμουνιστής πρέπει να νοιώθει πως υπέχει κι αυτός ευθύνη για την πολιτική που η Κ.Δ. ακολουθεί. Και προπαντός μέσα στη σημερινή κατάσταση πρέπει να νοιώσει πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη αυτή. Αν κρατάει σιωπή πάνω σε μια πολιτική εσφαλμένη που οδηγεί στην καταστροφή, αν δεν αγωνίζεται για το θρίαμβο των απόψεων που υπερασπίζει η Αντιπολίτευση, κάνει μια πράξη που μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν μια ασυνείδητη προδοσία εις βάρος της Επανάστασης. Όχι, οι κομμουνιστές δεν μπορούν να το ανεχθούν αυτό. Θα ορθωθούν αποφασιστικά εναντίον της κεντριστικής γραφειοκρατίας. Αυτή πρέπει να δεχτεί την ισχυρή πίεση της προλεταριακής βάσης του Κόμματος. Μα πρέπει να δράσουμε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Οι βδομάδες τώρα έχουν μια ιστορική σημασία Κάθε δισταγμός ωφελεί την αστική τάξη.

Η Αριστερή Αντιπολίτευση ποτέ δεν έπαψε ν’ αγωνίζεται για την αναγέννηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ποτέ δεν υπήρξε υπέρ της δημιουργίας μιας νέας οργάνωσης. Το διακήρυξε μόλις τα μέτρα αποκλεισμού πάρθηκαν εναντίον της το 1927: «Δεν θα μας αποσπάσει κανείς από την Κομμουνιστική Διεθνή, διακήρυξε ο Τρότσκι. Οι ιδέες μας θα γίνουν δικές σας. Θα βρουν την έκφρασή τους μέσα στο πρόγραμμα της Κ.Δ.». Σήμερα ακόμα, τη στιγμή που ο κίνδυνος έχει πάρει τόσο τεράστιες διαστάσεις, σήμερα που η τύχη του παγκόσμιου προλεταριάτου παίζεται, ρίχνει την πιο επείγουσα πρόσκληση σ’ όλους τους αγωνιστές κομμουνιστές να ενώσουν τις προσπάθειες τους με τις δικές της για να δυναμώσουν την αριστερή πτέρυγα, της οποίας η δράση θα ξαναφέρει την κοινή μας οργάνωση, την Κομμουνιστική Διεθνή και το παγκόσμιο προλεταριάτο, στο δρόμο που θα οδηγήσει στο θρίαμβο της παγκόσμιας Επανάστασης.

ΤΕΛΟΣ

 


Πίσω στα Αρχεία των Σπαρτακιστών – Πίσω στα Αρχεία των Αρχειομαρξιστών
Πίσω στη Μαρξιστική Βιβλιοθήκη

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————

[i]. Βλέπε «Παραμορφωμένη Επανάσταση» («Πάλη των Τάξεων»).

[ii]. Στην Ελλάδα η Αριστερή Αντιπολίτευση αριθμεί και θύματα της πάλης για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ρωσίας. Ο σ. Παμπουκόπουλος που δολοφονήθηκε άγρια μέσα στις φυλακές «Αβέρωφ» είναι ένας από τους αρχειομαρξιστές που συνελήφθηκαν στις εκδηλώσεις της 14ης Επετείου της Οχτωβριανής Επανάστασης.

[iii]. Κουλάκος –ρωσική λέξη που σημαίνει πλούσιος χωρικός, εκμεταλλευτής του χωριού, το κυριότερο στήριγμα της αντεπανάστασης.

[iv]. Κολχόζ –Κολεκτιβιστικές αγροτικές επιχείρησες.

[v]. Η τελευταία προσφώνηση του νέου πρεσβευτού της Ε.Σ.Σ.Δ. στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι μια ανάλογη περίπτωση.

[vi]. Μπεσεντόφσκι: Γραμματέας της Σοβιετικής Πρεσβείας στο Παρίσι, αντικατέστησε τον Ρακόβσκι κι όταν ανακαλύφθηκε πως ήταν προδότης, πήδηξε τη νύχτα τον τοίχο της Πρεσβείας και ζήτησε την προστασία της Γαλλικής Αστυνομίας στην οποία παρέδοσε μυστικά της Σοβιετικής διπλωματίας.

[vii]. Αγκαμπέκοφ: Αντικαταστάτης του Μπλούμκιν, τον οποίο ο Στάλιν τουφέκισε ως αντιπολιτευόμενο. Πουλήθηκε στους ιμπεριαλιστές και τους παρέδωσε μυστικά της Σοβιετικής αντικατασκοπίας.

[viii]. Ραμζίν: Αυτός που συνέταξε το πεντάχρονο σχέδιο. Συλλήφθηκε ως σαμποταριστής και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετριάστηκε από τον Στάλιν.

[ix]. Γκρόμαν : Κι αυτός ένας από τους σαμποταριστές.

[x]. Βλέπε στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης την εκτίμηση των γεγονότων που συνέβησαν, μετά της εκλογές του Ράιχσταγ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ, "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση 1929- 1938"

Πριν λίγες μέρες εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ με τίτλο "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση, (1929-1938). Το βιβλίο βγήκε από τις...