Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Παντελής Πουλιόπουλος, Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο)




Δημοσιεύουμε τον πρόλογο από το βιβλίο του Δημήτρη Λιβιεράτο για τον Παντελή Πουλιόπουλο.
Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1992. Ο πρόλογος είναι γραμμένος από τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο).
Σημαία του Σοσιαλισμού

του Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο)


 

Πρόλογος

Ο Παντελής Πουλιόπουλος, άλλοτε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ και ξεχωριστή φυσιογνωμία στην ιστορία του εργατικού επαναστατικού κινήματος  της χώρας μας, γεννήθηκε στη Θήβα «με τον αιώνα» (1900),  καθώς συνήθιζε να λέει.  Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και από νεαρότατη ηλικία, στο διάστημα του ελληνοτουρκικού πολέμου 1912-1922, εξοικειώνεται με τις σοσιαλιστικές ιδέες και παίρνει μέρος στην διαμόρφωση του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας.

Από τα πρώτα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος , ο Π. Πουλιόπουλος στέλνεται αντιπρόσωπος του (μαζί με τον Σ. Μάξιμο και τον Θ. Μάγγο) στο 5ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1924) και στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ (Νοέμβρης 1924), εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και αμέσως έπειτα Γενικός Γραμματέας του. Προικισμένος με βαθιά μαρξιστική και γενική μόρφωση, κάτοχος πολλών ξένων γλωσσών, ο Π. Πουλιόπουλος είναι από τους πρώτους κομμουνιστές ηγέτες μέσα στην Τρίτη Διεθνή, που παρακολουθεί με ανησυχία, αλλά και με κατανόηση την ιστορική πάλη στις γραμμές της, ανάμεσα στην σταλινική και στην τροτσκιστική πτέρυγα. Και αυτό από το 1926. Ο Π. Πουλιόπουλος είναι ο πρώτος μέσα στο ΚΚΕ που συνειδητά υιοθετεί τις θέσεις της Αριστεράς Αντιπολίτευσης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και της Τρίτης Διεθνούς, γύρω από τον Τρότσκι και την πλειάδα των «παλαιών Μπολσεβίκων» που τον ακολουθούν , και οργανώνει μία αντίστοιχη τάση στην Ελλάδα.

Για αυτό και διαγράφεται  από το ΚΚΕ το 1927, πράγμα που τον αναγκάζει να δράσει σαν εξωκομματική αντιπολίτευση, γνωστή σαν η οργάνωση του «Σπάρτακου», από τον ομώνυμο τίτλο του θεωρητικού περιοδικού της.

               

Σ’ αυτήν την προσπάθεια συμβάλλουν επίσης γνωστά κομμουνιστικά στελέχη της εποχής, όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο Παστίας Γιατσόπουλος, ο Γιώργης Νίκολης και άλλοι:  Ο «Σπάρτακος» σταδιοδρομεί σαν ανεξάρτητη οργάνωση ως το 1934, οπότε συγχωνεύεται με ρεύματα που βγήκαν κατά διάφορες εποχές από τον «Αρχειομαρξισμό», ιδιότυπη αιρετική παραφυάδα του ελληνικού εργατικού κινήματος, που σχηματίστηκε από το 1924 παράλληλα και εναντίον του ΚΚΕ. Η δικτατορία του Μεταξά επικηρύσσει τον Π. Πουλιόπουλο, που καταδιωκόμενος εξακολουθεί στην παρανομία την δράση του, ώσπου συλλαμβάνεται το 1938, μεταφέρεται στην Ακροναυπλία και από εκεί το 1942 στο ιταλικό στρατόπεδο της Λάρισας, όπου και παραμένει ως τις παραμονές της δραματικής του εκτέλεσης.

Συνδεδεμένος στενά μαζί του από το 1929 είχα την ευκαιρία να τον συναντώ συχνά στο διάστημα της παράνομης ζωής  και δράσης που μας βύθισε όλους η 4η Αυγούστου. Τον θυμάμαι καταζητούμενο, κλεισμένο σε μια φτωχική κάμαρα κάποιας απερίγραπτης μάντρας κατά τα μέρη του Μεταξουργείου, περιμένοντας να νυχτώσει για να «ξεγρακίσει» και να πάρει λίγο αέρα. Τον θυμάμαι απόλυτα γαλήνιο, γράφοντας, διαβάζοντας, συζητώντας, με εκείνο το αμίμητο βαθύ, στοχαστικό του βλέμμα και την καθολικότητα του πνευματικού ενδιαφέροντος του. Μέσα στις τόσες άλλες πολιτικές, πρακτικές του απασχολήσεις βρήκε τον καιρό να ξαναδιαβάσει  και μερικούς  από τους «κλασσικούς» του, μεταξύ των άλλων, θυμάμαι τον Σέλλεϋ, που προσπάθησε να μου γνωρίσει , μεταφράζοντας τον αργά, ευαίσθητα από τα αγγλικά στην γλώσσα μας. Ο Π. Πουλιόπουλος μετέφρασε πολλά βασικά έργα του Μαρξισμού, όπως την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Κ. Μαρξ (μαζί με τον Γ. Δούμα), τις Οικονομικές Θεωρίες του Κ. Μαρξ, τη Θε       ωρία του Ιστορικού Υλισμού του Ν. Μπουχάριν, το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ (μαζί με τον Γ.Δούμα), την Προδομένη Επανάσταση του Τρότσκι και διάφορα άλλα κείμενα. Έγραψε ο ίδιος σειρά από βιβλία, μελέτες, άρθρα, που μαρτυρούν αναντίρρητα για τον ειδικό του ρόλο στο ελληνικό εργατικό, επαναστατικό κίνημα και την ανώτερη, ξεχωριστή του κλάση: σαν θεμελιωτή του επαναστατικού μαρξισμού στην χώρα μας.

Ως την εποχή του Π. Πουλιόπουλου το ελληνικό εργατικό κίνημα βρισκότανε επηρεασμένο από ιδεολογικά ρεύματα «αναρχοποπουλίστικα» ή καθαρά ρεφορμιστικά. Ο επαναστατικός μαρξισμός, τέτοιος που εκπροσωπείτο εκείνη την εποχή από το Λενινισμό και την Τρίτη Διεθνή, ήταν ακόμα στα σπάργανα του, κι είχε ήδη αρχίσει μερικά, να αλλοιώνεται από την ανερχόμενη σταλινική παραμόρφωση του στη Σοβιετική Ένωση. Ο Π. Πουλιόπουλος χάρη στη σοβαρή θεωρητική μαρξιστική και γενική του κατάρτιση, στη βαθιά γνώση πολλών ξένων γλωσσών και την πρακτική επαναστατική του πείρα, εκπροσωπούσε μια τάση στο ελληνικό κίνημα, την πιο κοντινή στις παραδόσεις και το πνεύμα της λενινιστικής περιόδου της Τρίτης Διεθνούς. Αυτό φαίνεται καθαρά στα διάφορα έργα του, και ιδιαίτερα στο βασικό του σύγγραμμα : Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα, που για την εποχή του (1934) υπήρξε η πιο σοβαρή οικονομικοκοινωνική ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας, με μεγάλη επικαιρότητα ακόμα και σήμερα.

Στο έργο του αυτό ο Π. Πουλιόπουλος αντέκρουσε την θέση που άρχιζε από τότε (1934) συστηματικά να υπερασπίζει το ΚΚΕ, ότι η Ελλάδα ήταν υποανάπτυκτη χώρα, σχεδόν «μισοφεουδαρχική», «αστικοτσιφλικάδικη», με ασυμπλήρωτο «αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό» ικανό να ολοκληρωθεί μόνο από μια «αστικοδημοκρατική επερχόμενη επανάσταση», και όχι «προλεταριακή Σοσιαλιστική». Πράγμα που είχε σαν συνέπεια να δικαιολογεί τη διαρκή «συνεργασία των τάξεων», τη συμμαχία με τα κόμματα της δήθεν «εθνικής αστικής τάξης», για τη συμπλήρωση της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης», με όλες τις καταστροφικές επίσης συνέπειες μίας τέτοιας γραμμής τόσο στο διάστημα της μεταξικής δικτατορίας, όσο και κυρίως στο διάστημα της Κατοχής, της Αντίστασης και της μετέπειτα κατάστασης.

Η θεμελιώδης σημασία της διαφορετικής αυτής εκτίμησης από τους μεν και τους δε του χαρακτήρα της χώρας και της Επανάστασης της θα καταφανεί πληρέστερα, όταν κάποτε γραφεί αντικειμενικά η πραγματική ιστορία του επαναστατικού μας κινήματος και αποκατασταθεί ο ρόλος, θεωρητικός και πρακτικός, που έπαιξαν σ’ αυτή φυσιογνωμίες  ξεχωριστές όπως του Παντελή Πουλιόπουλου, πρωτοπόρου διανοουμένου επαναστάτη και ηρωικού, παραδειγματικού αγωνιστή.

Ηρωικός υπήρξε ο θάνατος του, επισφραγίζοντας άξια ολόκληρη την παραδειγματική αγωνιστική ζωή του. Ο Παντελής Πουλιόπουλος εκτελέστηκε, μαζί με 103 (ή 105) άλλους πολιτικούς κρατούμενους, κοντά στο Νεζερό, έξω από την Λάρισα στις 6 Ιουνίου 1943. Οι πολιτικοί κρατούμενοι του ιταλικού στρατοπέδου της Λάρισας εκτελέστηκαν σαν αντίποινα ύστερα από το γνωστό σαμποτάζ των ανταρτών στη σιδηροδρομική γραμμή της σήραγγας του Κουρνόβου κοντά στο Δομοκό.

Παρά τις προσπάθειες που έγιναν τότε να κρυφτούν οι λεπτομέρειες της εκτέλεσης του, είναι σήμερα γνωστό πως ο Π. Πουλιόπουλος ειδικά δεν σκοτώθηκε από τους στρατιώτες του ιταλικού αποσπάσματος, αλλά από αξιωματικούς και καραμπινιέρους. Και αυτό, γιατί ο Πουλιόπουλος προσφώνησε τους απλούς στρατιώτες στη γλώσσα τους (τα ιταλικά) και αυτοί αναστατωμένοι από την επαναστατική έκκληση του αγωνιστή δεν έβρισκαν πια τη δύναμη να τον εκτελέσουν.

 

Μιχάλης Ν. Ράπτης
(Πάμπλο)

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Θέσεις για την βία και την αστυνομία

 του Διονύση Τζαρέλλα


Δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Εγκώμιο της βίας", (σελ. 91 - 94) από τις εκδόσεις ΚΨΜ του συγγραφέα Διονύση Τζαρέλλα. Πρόκειται για 2 κείμενα θέσεων για την βία και για την αστυνομία.
Μια συμβολή σε μία θεωρητική επαναστατική κριτική για την βία και για την αστυνομία. 
Σημαία του Σοσιαλισμού









Δώδεκα θέσεις για τη βία

 

  Κανείς δεν μπορεί να κυβερνά μόνο με τη βία, οπωσδήποτε όμως και με αυτήν.

  Η βία ανείπωτη ή ρητή είναι η καθαρή όψη των ταξικών κοινωνιών, η κυρίαρχη πρακτική της ζωής.

  Η βία εδράζεται στη δομή βάθους της αστικής κοινωνίας, φυσικοποιείται στην κοινωνία των ιδιωτών και απολυτοποιείται-θεοποιείται στο κράτος.

  Κάθε νομιμοποίηση της βίας, αφού περιπλανηθεί στην επικράτεια των μέσων και των σκοπών καταλήγει να θεμελιωθεί στην υπαρξιακή θεώρηση του υποκειμένου που την ασκεί.

  Η καταδίκη της βίας, υποδηλώνει πάντα την πίστη στην κυρίαρχη βία που αντλώντας από αυτήν την υποταγή γίνεται μονοπώλιο, άρα πιο βίαιη.

  Η επαναστατική βία ορίζεται από το κυρίαρχο πλαίσιο που είναι βία, αλλά  αυτοκαταργείται ως τέτοια μόνο όταν συντρίψει αυτό το πλαίσιο, όταν δηλαδή δρα ως  βία που θεσπίζει.

  Η αναπαραγωγή της βίας ως καθημερινής πρακτικής προϋποθέτει μια πρωτογενή παραγωγή βίας κι ένα φορέα αυτής-το κράτος.

  Αντίστοιχα η συντριβή του κράτους που συντηρεί την υπάρχουσα κοινωνική σχέση, είναι προϋπόθεση αναγκαία, αλλά όχι επαρκής, για την εξάλειψη της αναπαραγωγής της βίας ως καθημερινής συμπεριφοράς.

  Η νόμιμη βία είναι η αφηρημένη μορφή της κοινωνικής σχέσης, η ναρκισσιστική εικόνα της ως καθολικότητας.

  Η επαναστατική βία είναι η κατ’ εξοχήν αρνητικότητα για να μπορεί να γίνει κατάφαση. Αντίθετα η κρατική-νόμιμη βία είναι η κατάφαση του κεφαλαίου, ο θετικός τρόπος αναπαραγωγής του.

  Η επαναστατική βία συγχωνεύει την κριτική σκέψη με το πρόταγμα της υλικής αλλαγής του κόσμου. Είναι η στιγμή του κοινωνικού μετασχηματισμού.

• Η επανάσταση είναι πάντα παράνομη, για να μπορεί να είναι επανάσταση. Τότε μόνο παράγει δίκαιο.


Δεκατέσσερις θέσεις για την αστυνομία.

 

  Η αστυνομία είναι το φάντασμα στη μηχανή της αστικής κοινωνίας, η ρητή απόδειξη των άλυτων κοινωνικών αντιθέσεων της.

  Η αστυνομία δεν είναι απλά κατασταλτικός μηχανισμός, είναι το σώμα και το πνεύμα του κράτους, η συμπύκνωση και ο φορέας του μονοπωλίου της κρατικής βίας. 

  Οι πρακτικές της αστυνομίας παράγουν νομιμότητα, επεκτείνουν συνεχώς την έννομη βία, συγχωνεύοντας τη βία που συντηρεί με τη βία που θεσπίζει.

  Επομένως η αστυνομία είναι ο παιδαγωγός της κοινωνικής ζωής, το συνεχές μέτρο τήρησης της νομιμότητας που ορίζει το πλαίσιο της κοινωνικής αναπαραγωγής.

  Εφόσον ο νόμος δεν είναι η διατύπωση αφηρημένων κανονιστικών αρχών, αλλά κυρίως ο μηχανισμός επιβολής του, η αστυνομία είναι ο νόμος στην πιο καθαρή του μορφή.

  Η κτηνώδης εξωοικονομική βία των σωμάτων ασφαλείας είναι η αναγκαία προϋπόθεση της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης ή αλλιώς το προαπαιτούμενο της φυσικοποίησης της ενδοοικονομικής βίας.

  Η αστυνομία για την αστική σκέψη είναι η έκφραση του γενικού συμφέροντος και αυτή η εξιδανίκευση απορρέει ακριβώς από την ναρκισσιστική ταύτιση του αστικού συμφέροντος με το γενικό.

  Η λατρεία της αστυνομίας και των πρακτικών της, είναι η προβολή της ιδεολογίας των σωμάτων ασφαλείας στη σφαίρα του καθολικού, η ανύψωση της σε κυρίαρχη ιδεολογία.

  Κάθε διάκριση σε καλή και κακή αστυνομία, αποτελεί υποσύνολο του ιδεολογήματος περί θετικών όψεων του κράτους, διαχωρίζει την αδιαίρετη ενότητα της κυριαρχίας, συσκοτίζοντας το πραγματικό της περιεχόμενο.

  Στην υπερβολική βία της αστυνομίας, η αστική σκέψη αντικρίζει το είδωλό της, η ρεφορμιστική ηθικολογεί για την παρέκκλιση από τη νομιμότητα, ενώ η επαναστατική σκέψη αναγνωρίζει το αφτιασίδωτο περιεχόμενο της κρατικής βίας, την ψευδή καθολικότητα που εκπίπτει σε ταξική μονομέρεια.

  Η αστυνομία ανεξάρτητα από την καταγωγή των πραιτοριανών, είναι η υλική έκφραση της αστικής κυριαρχίας, το μαντρόσκυλο της κυρίαρχης τάξης. Το γεγονός της βαρβαρότητας της αστυνομίας ως θεσμού, δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τους, τα υποκείμενα που τον συγκροτούν.

  Η αστυνομική βία είναι πρωτογενής βία, ιδωμένη ως θετικότητα. Ως εκ τούτου για την επαναστατική σκέψη η αρνητικότητα της αντιβίας των καταπιεσμένων είναι εξαρχής νομιμοποιημένη και δίκαιη, ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητά της.

  Κάθε επαναστατικό σχέδιο που δεν εμπεριέχει την καταστροφή των σωμάτων ασφαλείας και συνεπώς του κράτους, εκφυλίζεται σε υποκριτική ρητορεία και παραμένει εντός της αστικής νομιμότητας.

• Ο επαναστατικός μετασχηματισμός εκκινεί τουλάχιστον από τη συντριβή της αστυνομίας, ως αναγκαία συνθήκη για την απονέκρωση του κράτους και τη συνειδητή οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας. 

Εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ, "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση 1929- 1938"

Πριν λίγες μέρες εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ με τίτλο "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση, (1929-1938). Το βιβλίο βγήκε από τις...