Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

Οικονομικές Κρίσεις και Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία

 της Μαρίας Γιαννοπούλου (*)



Εισαγωγή: Σκοπός της εργασίας είναι η ανάλυση των οικονομικών κρίσεων στον καπιταλισμό από το πρίσμα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Για την κατανόηση των σύγχρονων οικονομικών κρίσεων όπως αυτή του 2008, πρέπει να ξεκινήσουμε από την συνολική αντίληψη που είχε ο ίδιος ο Μαρξ για τις οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό. Στη συνέχεια γίνεται μια συνοπτική ανάλυση της θεωρίας της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» όπως αυτή εμφανίζεται στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Αυτή η θεωρία είναι σημαντικό σημείο έναρξης για να καταλάβουμε τις οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό. Έπειτα αναλύονται οι διάφορες ερμηνείες της κρίσης από οικονομολόγους μεταγενέστερους του Μαρξ και το κατά πόσο αυτές αρκούν για να εξηγήσουν την κρίση, αλλά και τον αν η καθαρή μορφή της θεωρίας της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» αρκεί. Για να καταλάβουμε όμως ποιες ήταν οι ιδιαιτερότητες των οικονομικών κρίσεων την εποχή του Μαρξ σε σχέση με το σήμερα παρουσιάζεται η τυποποίηση των οικονομικών κρίσεων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τύπου οικονομικής κρίσης στην ιστορία της καπιταλιστικής παραγωγής. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης του 1929, καθώς η προσπάθεια να βρεθεί μετά το κραχ του ’29 ισορροπία στην οικονομία, διαμόρφωσε τα οικονομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού μεταπολεμικά.  Στο τέλος εξετάζονται τα οικονομικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν οικονομική κρίση του 2008 μέσα από το πρίσμα όλων των προηγούμενων θεωριών. 


1. Οι θεωρίες των κρίσεων στο ίδιο το έργο του Μαρξ


Στην μαρξιστική πολιτική οικονομία ξεκινώντας από τον Μαρξ υπάρχουν διάφοροι μαρξιστές θεωρητικοί που διατύπωσαν θεωρίες προκειμένου να αναλύσουν την ύπαρξη οικονομικών κρίσεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μια γενική παραδοχή της μαρξιστικής οικονομίας είναι πως οι οικονομικές κρίσεις είναι έμφυτες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επομένως πολλοί μεταγενέστεροι μαρξιστές εξέλιξαν και προσάρμοσαν τις αρχικές αναφορές του Μαρξ στην δική τους εποχή και στα δικά τους δεδομένα. Ο ίδιος ο Μαρξ δεν είχε προλάβει να αναπτύξει μια πλήρη θεωρία της κρίσης, οι παρατηρήσεις του είναι διάχυτες στον 2ο και 3ο Τόμο του Κεφαλαίου, στο Θεωρίες για την Υπεραξία εκδ. Σύγχρονη εποχή και στα διάφορα άρθρα του σχετικά με τις τρέχουσες οικονομικές κρίσεις (Μαντέλ, 1990).

   Για τον Μαρξ ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διέπεται από διάφορους αντιφατικούς παράγοντες που η μεταξύ τους σύγκρουση βρίσκει διέξοδο στις κρίσεις. Με τις κρίσεις αυτές βρίσκονται στιγμιαίες και βίαιες λύσεις των υπαρχουσών αντιφάσεων, με άλλα λόγια αποκαθίσταται για ένα χρονικό διάστημα η ισορροπία εντός του πρότσες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου (Μαρξ σελ.315 Τ.3) Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ παρουσιάζει τον νόμο της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» (τον οποίο θα παρουσιάσουμε στην συνέχεια) με τον οποίο δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό να εξηγήσει την αιτία των κρίσεων αλλά χρησιμεύει γενικά στην κατανόηση όρων που εμφανίζονται στην καπιταλιστική παραγωγή όπως το κέρδος, η υπεραξία το σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο καθώς και πως αυτοί αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Στο Θεωρίες για την Υπεραξία (4ος τόμος του Κεφαλαίου- μέρος δεύτερο) ο Μαρξ μας εκθέτει τις διάφορες δυνατότητες που μπορούν να προκύψουν οι κρίσεις, όπου αναλύει ποιοι άλλοι παράγοντες είναι δυνατόν να αποτελέσουν την αιτία της κρίσης.


 2. Ο νόμος της «πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους»


Ο Μαρξ στον πρώτο τόμου του Κεφαλαίου έδειξε ότι η υπεραξία παράγεται μόνο από την ζωντανή εργασία δηλαδή από το μέρος του κεφαλαίου του καπιταλιστή που ξοδεύεται στους μισθούς των εργαζομένων του και όχι στο μέρος αυτό που ξοδεύεται για τα μηχανήματα, τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τις πρώτες ύλες. Το πρώτο μέρος του κεφαλαίου αυτού ο Μαρξ το ονομάζει σταθερό και το δεύτερο μεταβλητό. Από εδώ προκύπτει ότι όσο περισσότερο επενδύσει ο καπιταλιστής στο μεταβλητό κεφάλαιο τόση μεγαλύτερη υπεραξία και άρα κέρδος θα αντλήσει. Αυτό όμως έρχεται σε αντίφαση με μια βασική λογική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: την υποκατάσταση ζωντανής από νεκρή εργασία, βασική λογική που προκύπτει από τον ανταγωνισμό (για να εξασφαλιστεί η παραγωγικότητα γίνονται επενδύσεις σε νέο τεχνολογικό εξοπλισμό, πρώτες ύλες και ενέργεια αντί να γίνουν σε μισθούς (Μαντέλ, 2007). Αφού εξηγήσαμε την διαφορά μεταβλητού και σταθερού κεφαλαίου μπορούμε να υποθέσουμε πως όταν είναι δοσμένος ο μισθός της εργασίας και δοσμένη η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, λ.χ. 100 αντιπροσωπεύει έναν ορισμένο αριθμό εργατών. Ας υποθέσουμε λ.χ. ότι 100 λίρες στερλίνες (είναι η νομισματική μονάδα που χρησιμοποιεί ο Μαρξ) είναι ο μισθός των εργατών για μια βδομάδα. Αν αυτοί οι εργάτες χρησιμοποιούν τόση αναγκαία εργασία (η εργασία που χρειάζεται ο εργάτης για να αναπαράγει τον μισθό της εργασίας του) όση και υπεραξία (η αξία που καρπώνεται από τον καπιταλιστή), τότε η συνολική νέα αξία που θα έχουν δημιουργήσει θα είναι 200 λίρες στερλίνες και η υπεραξία που θα έχουν παράγει θα έφτανε τις 100 λίρες στερλίνες. Το ποσοστό της υπεραξίας υ/μ θα ήταν 100%. Αυτό το ποσοστό της υπεραξίας εκφράζεται διαφορετικά ως ποσοστό κέρδους ανάλογα με το διαφορετικό μέγεθος του σταθερού κεφαλαίου σ, επομένως και του συνολικού κεφαλαίου Κ, γιατί το ποσοστό του κέρδους =υ/Κ. Με 100% το ποσοστό της υπεραξίας:

 

Αν το σ=50, το μ=100, τότε το κ’ = 100/150=66 2/3%.

Αν το σ=100, το μ=100, τότε το κ’ = 100/200=50%.

Αν το σ=200, το μ=100, τότε το κ’ = 100/300=33 1/3%.

Αν το σ=300, το μ=100, τότε το κ’ = 100/400=25%.

Αν το σ=400, το μ=100, τότε το κ’ = 100/5000=20%.

 

Το ίδιο ποσοστό υπεραξίας, με αμετάβλητο τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας, θα εκφραζόταν έτσι με μειωμένο ποσοστό κέρδους, γιατί, με την αύξηση του υλικού μεγέθους του σταθερού κεφαλαίου αυξάνεται και το συνολικό κεφάλαιο. Αν υποθέσουμε τώρα ότι αυτή η βαθμιαία αλλαγή στης σύνθεσης του κεφαλαίου δεν γίνεται μόνο σε ξεχωριστές σφαίρες παραγωγής, αλλά λίγο πολύ σε όλες τις αποφασιστικές σφαίρες παραγωγής, ότι λοιπόν περιλαμβάνει αλλαγές στην σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, που ανήκει σε μια καθορισμένη κοινωνία, τότε πρέπει αυτή η βαθμιαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου, σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο, να έχει απαραίτητα σαν αποτέλεσμα μια βαθμιαία πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους. (σελ.267 3ος τόμος) Όμως σταδιακά παρατηρείται και η μείωση και η σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο επομένως και με το συνολικό κεφάλαιο που τίθεται σε κίνηση. Η υπεραξία όμως, επομένως και το κέρδος, μπορεί να αντληθεί μόνο από το μεταβλητό κεφάλαιο. Με την προοδευτική σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη υψηλότερη οργανική σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, άμεση συνέπεια της οποίας είναι το ποσοστό της υπεραξίας να εμφανίζεται με ένα σταθερά μειωμένο γενικό ποσοστό κέρδους ακόμη και με το να μένει αμετάβλητος ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας (σελ.269). Αυτονόητη ανάγκη που προκύπτει από την φύση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι ότι στην ανάπτυξή του, το γενικό ποσοστό υπεραξίας πρέπει να εκφράζεται με ένα γενικό ποσοστό κέρδους που πέφτει. Αυτός ο νόμος που αναλύσαμε εν συντομία είναι τεράστιας σημασίας για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γιατί αποτελούσε το μυστήριο της πολιτικής οικονομίας  από τον καιρό του Άνταμ Σμιθ και η διαφορά ανάμεσα στις διάφορες σχολές από τον καιρό του Άνταμ Σμιθ συνίσταται στις διάφορες προσπάθειες για την λύση του. Εδώ να σημειώσουμε ότι ο κάθε βιομηχανικός κλάδος δεν παίρνει άμεσα το ποσοστό υπεραξίας που παράχθηκε απλά παίρνει μέρος του συνόλου της παραγόμενης υπεραξίας, ανάλογα με το μέρος που αντιπροσωπεύει στο συνολικό κεφάλαιο που δαπανήθηκε. Η συνολική υπεραξία σε μια κοινωνία αναδιανέμεται, δηλαδή η υπεραξία μπορεί να μεταφερθεί από κάποιον κλάδο της παραγωγής που έχει οργανική σύνθεση κεφαλαίου πάνω από τον κοινωνικό μέσο όρο σε κάποιον κλάδο που έχει οργανική σύνθεση του κεφαλαίου κάτω από το μέσο όρο.


 3. Είναι αρκετός ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους για να εξηγήσει τις οικονομικές κρίσεις;


Σύμφωνα με τον Ερνέστ Μαντέλ και ναι και όχι. Πολλοί σύγχρονοι μαρξιστές υιοθέτησαν την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους ως την κύρια συμβολή του Μαρξ στην θεωρία των κρίσεων. Μέσα στο πλαίσιο του βιομηχανικού κύκλου οι αυξομειώσεις του ποσοστού κέρδους συνδέονται με τις αυξομειώσεις στην παραγωγή όμως αυτό δεν αρκεί για να δώσει μια πλήρως αιτιολογημένη εξήγηση της κρίσης. Υπάρχει ο κίνδυνος να εξηγηθούν οι κρίσεις μηχανιστικά δηλαδή ότι οι κρίσεις προκαλούνται από την ανεπαρκή παραγωγή υπεραξίας -το κεφάλαιο δεν αξιοποιείται αρκετά επομένως περιορίζονται οι επενδύσεις, οι πωλήσεις, η απασχόληση κλπ. Αυτό συνεχίζεται μέχρι η πτώση της απασχόλησης και η απαξίωση του κεφαλαίου να πέσουν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο ώστε να αυξηθεί ικανοποιητικά το ποσοστό της υπεραξίας και να συσσωρευτεί πάλι κεφάλαιο για να αυξηθούν ξανά οι επενδύσεις, το εισόδημα, η απασχόληση, οι πωλήσεις, η παραγωγή κλπ. Η κύρια αδυναμία αυτής της μονοαιτιακής εξήγησης είναι ότι επικεντρώνεται μόνο στην σφαίρα της παραγωγής, αδυναμία που βασίζεται στην σύγχυση που υπάρχει για την ίδια την φύση του εμπορεύματος και της εμπορευματικής παραγωγής. Όπως και νόμος των αγορών του Ζαν Μπατίστ Σεΐ (τα εμπορεύματα που παράγονται συγχρόνως και τα απαραίτητα εισοδήματα που θα απορροφήσουν τα προϊόντα από την αγορά), έτσι και η εξήγηση αυτή υποθέτει σιωπηρά ότι πρόβλημα υπάρχει μόνο στην παραγωγή υπεραξίας και όχι στην επαναμεταστροφή του προϊόντος σε αξία. Αυτό υποθέτει έναν καπιταλισμό όπου έχουμε άμεση ανταλλαγή και όχι την παραγωγή προϊόντων με σκοπό την πώληση. Επιπλέον αυτή η χοντροκομμένη θεωρία των κρίσεων που βασίζεται στην «ανεπαρκή παραγωγή υπεραξίας» είναι επικίνδυνη όταν θελήσουμε να δώσουμε και μια λύση στις καπιταλιστικές κρίσεις υπερπαραγωγής, καθώς το συμπέρασμα που μπορεί να προκύψει από μια τέτοια εξήγηση είναι ότι η κρίση θα μπορέσει να ξεπεραστεί μόνο αν μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο και συνεπώς αυξηθεί η υπεραξία. Όμως όπως είδαμε και παραπάνω στην ανάλυση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους κάτι τέτοιο δεν προκύπτει εμπειρικά από την πραγματική πορεία εξέλιξης του βιομηχανικού κύκλου. Ο Ερνέστ Μαντέλ θεωρεί πως η κριτική αυτής της μηχανιστικής αντίληψης μπορεί να επεκταθεί σε μια κριτική για κάθε άλλη μονοαιτιακή εξήγηση των κρίσεων υπερσυσώρευσης. Διακρίνει τρεις κύριες εκδοχές που ερμηνεύουν την θεωρία του Μαρξ για την κρίση και βασίζονται σε μια μόνο αιτία:

1)         Η καθαρή θεωρία της δυσαναλογικότητας. Η αιτία των κρίσεων βρίσκεται στην καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής, δηλαδή στο ότι οι επενδυτικές αποφάσεις δεν παίρνονται συλλογικά από τους καπιταλιστές και επομένως δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συνθήκες ισορροπίας. Υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ήταν ο ρώσος νόμιμος μαρξιστής Μιχαήλ Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, ο αυστρομαρξιστής Ρούντολφ Χίλφρεντινγκ και ο μπολσεβίκος Νικολάι Μπουχάριν. Η λύση που προκύπτει για την αντιμετώπιση της κρίσης υπερπαραγωγής είναι η οργάνωση καρτέλ-μονοπωλίων από τους καπιταλιστές για να διευκολυνθεί ο προσανατολισμός της παραγωγής, λύση που παραβλέπει πως η δυσαναλογικότητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης οφείλεται στην ενδογενή τάση του καπιταλισμού για την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από την μία, και την περιορισμένη κατανάλωση της πλειοψηφίας των ανθρώπων από την άλλη.

2)     Η καθαρή θεωρία της υποκατανάλωσης των μαζών. Αυτή η θεωρία έχει ως προγόνους πολλούς μη-μαρξιστές (Μάλθους, Σισμοντί, ρώσοι Ναρόντικοι) και με κύριους υποστηρικτές μεταξύ των μαρξιστών τον Καρλ Καούτσκι, την Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Ναταλία Μαζόφσκα, τον Φριτζ Στέρνμπεργκ και τον Πωλ Σουήζυ. Βασική αιτία των κρίσεων υπερπαραγωγής, η διαφορά παραγωγής και κατανάλωσης.  Η κρίση θα μπορούσε να αποφευχθεί αν οι πραγματικοί μισθοί ήταν μεγαλύτεροι, αν το κράτος αναδιένειμε το εισόδημα και κατά συνέπεια διανεμόταν «αγοραστική δύναμη» με την μορφή κοινωνικής ασφάλισης και επιδομάτων ανεργίας, προς όφελος των εργαζομένων. Όμως η καπιταλιστική παραγωγή δεν έχει μόνο ως σκοπό την πώληση προϊόντων για να παραχθεί υπεραξία και να συσσωρευθεί το κεφάλαιο, κύριος σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το κέρδος. Ακόμη και αν το κράτος μπορέσει να διατηρήσει τα εισοδήματα σε ικανοποιητικό βαθμό στην κορύφωση ή στην αρχή της κρίσης το ποσοστό κέρδους τον καπιταλιστών έχει ήδη αρχίσει να πέφτει μέσω της μείωσης της υπεραξίας των καπιταλιστών, επομένως οι καπιταλιστές δεν θα αυξήσουν τις επενδύσεις και η ύφεση θα συνεχιστεί.

3)     Η καθαρή θεωρία της υπερσυσσώρευσης. Κύρια αιτία της κρίσης είναι η ανεπαρκή μάζα της παραγόμενης υπεραξίας σε σχέση με το συνολικό συσσωρευμένο κεφάλαιο. Είδαμε παραπάνω την αδυναμία αυτής της θεωρίας, όμως υπάρχει και μια ιδιαίτερη δημογραφική εκδοχή αυτής της θεωρίας που υπογραμμίζει ότι σε μακρές περιόδους καπιταλιστικής ευημερίας ο εφεδρικός στρατός εργασίας τείνει να εξαφανιστεί και ότι οι πραγματικοί μισθοί τείνουν να αυξηθούν μειώνοντας έτσι το ποσοστό υπεραξίας και κέρδους. Το να εξαφανιστεί όμως ο εφεδρικός στρατός εργασίας είναι αδύνατον σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία όπου γίνεται η ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού και επίσης από την στιγμή που ο καπιταλισμός μπορεί να ξανακατασκευάσει τον εφεδρικό στρατό εργασίας με μέτρα, που οδηγούν σε μαζικές απολύσεις και μακροοικονομικά μειώνουν την απασχόληση. Εμπειρικό παράδειγμα αυτού την δεκαετία του 1970 όταν η συνολική μάζα των ανέργων στις ιμπεριαλιστικές χώρες (Ο.Ο.Σ.Α.)- σε αντίθεση με τις συνθήκες πλήρους απασχόλησης την δεκαετία του 60- διπλασιάστηκε από 10.000.000 το 1970 σε 20.000.000 το 1980 (Μαντέλ, 2007).


Στοιχεία μιας ορθής θεωρίας των κρίσεων υπάρχουν και στις τρεις αυτές ερμηνείες. Θα πρέπει όμως να συγχωνευθούν μεταξύ τους για να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη θεωρία, δίνοντας έμφαση στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και εξετάζοντας την διαφοροποίηση του πλήθους των διαδοχικών μορφών που παίρνει η συσσώρευση του κεφαλαίου στην διάρκεια του χρόνου (Μαντέλ, 2007). Στο γενικό πλαίσιο οι κρίσεις εμφανίζονται όταν κωλύεται το πρότσες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δηλαδή δεν υπάρχει ομαλή πορεία στην διαδικασία της αναπαραγωγής του και η μια φάση του μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί από την άλλη.

Ούτως η άλλως η κρίση δεν θα μπορούσε να εμφανίζεται μονοαιτιακά και σύμφωνα με τις αναφορές που κάνει ο ίδιος ο Μαρξ στο Θεωρίες για την Υπεραξία όπου αναλύει τις δυνατότητες από τις οποίες μπορούν να προκύψουν οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης (Μαρξ, 1982). Έμφαση δίνει σε άλλους παράγοντες της οικονομίας όπως το εμπόριο και την σχέση εμπορεύματος-χρήματος, παράγοντες που οι κλασικοί οικονομολόγοι παρέλειπαν σκοπίμως αγνοώντας ακόμη και τους ίδιους τους όρους της καπιταλιστικής παραγωγής (Μαρξ, 1982). Παρόλα αυτά ο Μαρξ επισημαίνει πως αναφέρει δυνατότητες της κρίσης και πως μερικές από τις αντιφάσεις που προκύπτουν μπορεί να επιλυθούν προσωρινά με κάποιους τρόπους. Οι λύσεις στις κρίσεις όμως είναι προσωρινές γιατί εκτός του ότι ο βιομηχανικός κύκλος θα οδηγηθεί μετά την φάση της ανάπτυξης στην φάση της ύφεσης, ειδικά στις πιο πρόσφατες κρίσεις, όπως θα δούμε και στην συνέχεια, οι προσωρινές λύσεις που εφαρμόστηκαν για να τις λύσουν συνέδραμαν στο να είναι οι κρίσεις πιο βαθιές και μεγαλύτερης διάρκειας.

Τελικά, η αντίφαση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στην πιο απλή της μορφή είναι η τάση της απόλυτης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (ανεξάρτητα από την αξία, την υπεραξία και ανεξάρτητα από τις κοινωνικές σχέσεις), ενώ έχει για σκοπό τη διατήρηση της υπάρχουσας κεφαλαιακής αξίας και την συνεχή αύξησή της (τόμος 3 σελ.315). Όπως το διατυπώνει και ο Μαρξ «το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο» (Το Κεφάλαιο, Τόμος 3ος σελ.316.), το κεφάλαιο είναι το κίνητρο και ο σκοπός της αναπαραγωγής.


 4. Οι καπιταλιστικές κρίσεις πρώτου τύπου σύμφωνα με τον Isaac Joshua


 Ο Isaak Joshua διαχωρίζει τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού σε τρεις τύπους ανάλογα με το σε ποια χρονική στιγμή της ιστορίας του καπιταλισμού κάνουν την εμφάνισή τους, την περιοδικότητά τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Τις κρίσεις πρώτου τύπου τις χαρακτηρίζει η ανταγωνιστική ρύθμιση. Χρονικά σύμφωνα και με τον Jean Lescure, το 1925 παρατηρείται η πρώτη μεγάλη γενικευμένη κρίση υπερπαραγωγής. Από το 1825 έως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έχει υπολογίσει 11 κρίσεις αυτού του τύπου: (1825, 1836-39, 1847, 1857, 1866, 1873, 1882-84. 1890-93, 1900, 1907, 1913-14), με μια περιοδικότητα που κυμαινόταν από επτά έως δέκα χρόνια (Joshua, 2014). Στις κρίσεις αυτού του τύπου στην καθοδική τους φάση υπάρχει η συστηματική καταστροφή του κεφαλαίου και των μέσων παραγωγής με την εκποίηση εταιρειών, το κλείσιμο εργοστασίων, το ξεπούλημα των μηχανημάτων και του εξοπλισμού τους, κλπ. Οι χρεωκοπίες εμφανίζονται η μία μετά την άλλη στις τράπεζες στο εμπόριο και στην βιομηχανία. Μετά αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή τα κέρδη αποκαθίστανται σταδιακά με την μείωση των συντελεστών παραγωγής που προκύπτει από την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας (χαμήλωμα επιτοκίων, μισθών, πρώτων υλών) και με την βελτίωση της παραγωγικότητας: η εργασία εντατικοποιείται, εισάγονται νέοι μέθοδοι παραγωγής και νέος μηχανολογικός εξοπλισμός. Αυτή η πτώση του κόστους των συντελεστών παραγωγής ενθαρρύνει προσωρινά τις επενδύσεις και αρχίζει η ανάκαμψη. Γεγονός ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο και συστημικά παρόν σε αυτό του τύπου των κρίσεων είναι πως ένας κλάδος, μια κινητήρια δύναμη, που προκύπτει από μια νέα καινοτομία, δημιουργεί την ανάκαμψη της οικονομίας. Συνήθως αυτός ο κλάδος ανήκει στον πρωτογενή τομέα, αυτόν που παράγει τα μέσα παραγωγής βλέπε, σιδηρόδρομος, βιομηχανίες ηλεκτρισμού ή αυτές των τροχιοδρόμων. Ο πρωτογενής τομέας αναπτύσσεται γρήγορα γιατί περιέχει όλα τα υλικά που απορροφά ο κλάδος (χυτοσίδηρος, σίδηρος, ατσάλι, κάρβουνο, κλπ.) και τα μέσα μεταφοράς (ναυπηγεία). Ο δευτερογενής τομέας, της κατανάλωσης ενεργοποιείται, όπως άνοδο γνωρίζουν η οικοδομή και οι τράπεζες. Όμως παρά τις νέες επενδύσεις που ξεκίνησαν να εμφανίζονται δειλά παρατηρείται πτώση στην απόδοσή τους. Αυτό παρατηρείται στους τομείς καινοτομίας που βοήθησαν αρχικά να ξεπεραστεί η κρίση. Οι ίδιοι τομείς που οδήγησαν στην συσσώρευση τώρα οδηγούν στην πτώση. Πρώτα πλήττεται ο πρωτογενής τομέας (σίδηρος, χυτοσίδηρος, ατσάλι, άνθρακας) όπου η περιστολή δαπανών επηρεάζει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του τομέα. Ακολουθούν ο δευτερογενής τομέας της κατανάλωσης, ο τομέας των μεταφορών (ναυπηγεία) και η οικοδομή. Παραδείγματα τέτοιων κρίσεων είναι η κρίση του 1847 στην Αγγλία, όπου η πτώση στις κατασκευές των σιδηροδρομικών γραμμών είχες βίαιες επιπτώσεις στις μεταλλευτικές και μεταλλουργικές βιομηχανίες. Επίσης, η κρίση του 1857 όπου η διακοπή της κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων επηρέασε άμεσα την σιδηρουργία τα βιομηχανικά έλαια και στην συνέχεια την κλωστοϋφαντουργία. Η κρίση του 1893 στις ΗΠΑ εγκαινιάζεται από τον σιδηρόδρομο. Μόλις γίνει αισθητή ή παγιωθεί η ύφεση, οι φούσκες στο χρηματιστήριο ή στην αγορά ακινήτων σκάνε, μια μόνο όψη της γενικής κατάρρευσης. Οι τράπεζες δέχονται πλήγμα από την συνεργασία τους με επισφαλείς πελάτες, από την μείωση της αξίας των τίτλων τους ή από την εμπλοκή τους στην κερδοσκοπία. Τί καταλαβαίνουμε από τις κρίσεις αυτού του είδους; Οι κρίσεις ανταγωνιστικής ρύθμισης είναι ιδιαίτερα βίαιες. Οι επιχειρήσεις και οι τομείς της οικονομίας που πλήττονται καταστρέφονται ολοσχερώς. Η σφοδρότητα, όμως αυτών των κρίσεων προσφέρει και τα υλικά της ανάκαμψης: η γρήγορη πτώση του κόστους των συντελεστών -επιτόκια, τιμές, πρώτες ύλες, μισθοί- επιτρέπει την ανόρθωση του κέρδους. Αυτές οι κρίσεις δεν παρουσιάστηκαν ιστορικά σε ένα περιβάλλον όπου όλος ο πλανήτης διέπονταν από το ίδιο οικονομικό σύστημα, με άλλα λόγια ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν ήταν παγκοσμιοποιημένος, όπως και η μισθωτή εργασία δεν ήταν ακόμη εδραιωμένη στο σύνολο του πληθυσμού και η παρουσία της αγροτικής παραγωγής ήταν ακόμη έντονη.


 5. Κρίση δεύτερου τύπου: οικονομική κρίση 1929


Κρίση δεύτερου τύπου είναι η κρίση του 1929 που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ. Αυτή η κρίση ήταν πιο έντονη και μεγαλύτερης διάρκειας από τις προγενέστερες της. Που οφείλεται όμως αυτό; Όσο ο καπιταλισμός κινούνταν σε ένα περιβάλλον της μικρής παραγωγής (αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή), υπήρχε μια ετερογένεια στο οικονομικό περιβάλλον που βοηθούσε στον περιορισμό των οικονομικών κρίσεων. Η κρίση του 1929 γίνεται σε ένα περιβάλλον όπου η επικράτηση της μισθωτής εργασίας και των εταιρειών μετοχικού κεφαλαίου επιβαρύνουν την διεύρυνση και την διάρκεια της κρίσης. Έτσι η μεγάλη αμερικανική κρίση του 1929 μπορεί να ερμηνευτεί, ως κρίση που προκλήθηκε από την ταχεία μετάβαση από τον κόσμο των μικρών παραγωγών στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.

   Γιατί οι κρίσεις αποσβένονταν με μεγαλύτερη «ευκολία» τα τέλη του 19ου αιώνα;

Παρόλο που πολλές κρίσεις εμφανίζονταν στο ανατολικό τμήμα των ΗΠΑ τον 19ο αιώνα, η οικονομική ετερογένεια του περιβάλλοντος όπου ξεσπούσαν, συνέβαλε στην απόσβεσή τους, αφού συνδύαζε μικρή και μεγάλη παραγωγή, εταιρείες και ιδιώτες επιχειρηματίες, μισθωτούς και αγρότες. Στα 1880 το 51,3% του πληθυσμού εργαζόταν στην γεωργία, ενώ το 1930 μόλις το 21,6% (Stanley Lebergott). Το μέρος των μισθωτών από το σύνολο των απασχολούμενων με εξαίρεση το υπηρετικό προσωπικό πέρασε από το 49,5% στα 1900 στο 70% στα 1929. Επομένως, η αμερικανική κρίση συνδύασε ένταση και διάρκεια επειδή διατηρήθηκε η ελαστικοποίηση των μισθών σε ένα πλαίσιο όπου είχε γενικευθεί η μισθωτή εργασία (Joshua, 2014).

   Ποια ήταν η λύση που δόθηκε σε αυτήν την κρίση;

Η απάντηση που δόθηκε στην παγκοσμιοποίηση της μισθωτής εργασίας ήταν η διεύρυνση του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Για να αποφευχθούν οι οικονομικές και οι πολιτικές συνέπειες της κρίσης, η ζήτηση στηρίζεται σφαιρικά από το κράτος μέχρι να ξαναρχίσει η οικονομική δραστηριότητα. Σκοπός αυτού του μηχανισμού ήταν να βοηθήσει το κράτος να επιβραδυνθεί η πτώση των συντελεστών στην πραγματική οικονομία, επενεργώντας στη διαμόρφωση της ζήτησης που προέρχεται από την μισθωτή εργασία: εργασία, μισθός, διαθέσιμο εισόδημα κ.λπ.


 6. Η εμφάνιση του πληθωρισμού ως συνέπεια της μεταπολεμικής ανάπτυξης


Η πολιτική επιλογή της παρέμβασης του κράτους για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης του 1929, είχε ως συνέπεια τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με τον Ερνέστ Μαντέλ υπάρχει άμεσος συσχετισμός πληθωρισμού με το μακρύ κύμα ανάπτυξης μεταπολεμικά. Πιο συγκεκριμένα, η πληθωριστική δημιουργία χρήματος μπορεί να τονώσει σε ορισμένες περιπτώσεις τη συσσώρευση κεφαλαίου, οπότε οδηγεί σε αύξηση στην παραγωγή, δηλαδή στην παραγωγή υπεραξίας (Μαντέλ, 1975). Μια από τις κύριες λειτουργίες του μόνιμου πληθωρισμού είναι η δυνατότητα που έχει να δώσει στις επιχειρήσεις τα απαραίτητα μέσα για την επιταχυμένη συσσώρευση του κεφαλαίου τους. Αναξιοποίητο κεφάλαιο μετατρέπεται σε παραγωγικό, δηλαδή το χρηματικό κεφάλαιο που υπάρχει στις τράπεζες από τις πραγματικές καταθέσεις διατίθεται για τις ανάγκες της παραγωγής. Το πιστωτικό σύστημα, επομένως επιταχύνει την υλική ανάπτυξη της παραγωγής και τη διαμόρφωση της διεθνής αγοράς. Ταυτόχρονα το πιστωτικό σύστημα επισπεύδει τα βίαια ξεσπάσματα αυτής της αντινομίας, τις κρίσεις.

 

Μπορεί ο πληθωρισμός να απαλύνει τις συνέπειες της κρίσεις;

Με την διεύρυνση της καταναλωτικής πίστης, η ανταλλαγή καταναλωτικών αγαθών δεν γίνεται πλέον έναντι των πραγματικών εισοδημάτων, δημιουργημένων από την παραγωγική διαδικασία, αλλά έναντι πιστωτικού χρήματος. Αυτό δεν συνέβαινε την εποχή του ελεύθερου συναγωνισμού, αλλά εφαρμόστηκε από τα τέλη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου συχνά στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες- όπως βγαίνει από τα παρακάτω στοιχεία για την αύξηση του καταναλωτικού χρέους των ΗΠΑ: (Μαντέλ, 1975)

   Τα βασικά δεδομένα σε δισεκατομμύρια δολάρια:

 

 

1946

1955

1969

1)      Διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών

160,0

275,3

629,6

2)      Υποθήκες στέγασης πάνω σε κατοικίες

23,0

88,2

266,8

3)      Χρέωση καταναλωτών

8,4

38,8

122,5

4)      Συνολικό ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών

31,4

127,0

389,3

5)      Συνολικό ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών ως ποσοστό του 1

19,6%

46,1%

61,8%

 

Η γρήγορη μεταπολεμική ανάπτυξη στο παγκόσμιο εμπόριο, πραγματοποιήθηκε επειδή το παγκόσμιο χρηματικό σύνολο αυξήθηκε περισσότερο από την αυξανόμενη παραγωγή χρυσού. Ο κανόνας χρυσού και συναλλάγματος δημιούργησε ένα σύστημα διεθνούς πιστωτικού πληθωρισμού που ταυτόχρονα ξεσκέπαζε και διεύρυνε το σύστημα «εθνικών» πιστωτικών πληθωρισμών. (Μαντέλ, 1975)

Μια συνέπεια του πληθωρισμού είναι ότι ενισχύει την ζήτηση για χρηματικό κεφάλαιο, οπότε γίνεται επικίνδυνο για την οικονομία να σταματηθή η διεύρυνση σε πίστη και σε χρήμα, γιατί διαφορετικά θα υπάρξει μια απότομη στροφή στην ύφεση και θα αναχαιτιστούν οι προσπάθειες για ισορροπία. Όλο το μεταπολεμικό «κύμα της ανάπτυξης» βασίστηκε στον συνδυασμό της πληθωριστικής δημιουργίας χρήματος, που ως σκοπό είχε να απαλύνει την κρίση, και στον αυξανόμενο συναγωνισμό στην παγκόσμια αγορά. Η βασική όμως, προβληματική των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας εξακολούθησε να λειτουργεί υπογείως. Παρότι εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαινόταν ότι ο κίνδυνος της κρίσης είχε αποφευχθεί όπως είδαμε και παραπάνω, όταν εξετάζαμε και κάποιους τρόπος αντιμετώπισης των κρίσεων, το μόνο που επιτεύχθηκε είναι να παραταθεί η έκρηξή της. Η τονωτική επίδραση του πιστωτικού πληθωρισμού αρχίζει να χάνει την αποτελεσματικότητα της, όταν παρά την αύξηση του χρέους αρχίζει και λιγοστεύει η τρέχουσα αγοραστική δύναμη, όπως συνέβη στις ΗΠΑ. Το βάρος των χρεών στις ΗΠΑ είχε ήδη αρχίσει να απειλεί το βάρος του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, δηλαδή την διαθέσιμη αγοραστική δύναμη στα καταναλωτικά αγαθά, όσο και την ρευστότητα των μεγάλων επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, οι ετήσιες πληρωμές για τοκοχρεωλύσια ενυπόθηκων οφειλών και για εξόφληση καταναλωτικών πιστώσεων αντιπροσώπευαν το 1946 το 5,9% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, 11,8% του ίδιου εισοδήματος το 1950, 15,9% το 1955, 18,1% το 1960, 18.6% το 1965 και 22,8% το 1969. Ο πιστωτικός πληθωρισμός φτάνει στα όρια του. Το σύνολο των νέων πιστώσεων μόλις που φτάνει να καλύψει το βάρος των ετήσιων χρεών, δηλαδή το διαθέσιμο για την τρέχουσα αγορά εμπορευμάτων και υπηρεσιών εισόδημα μόλις και ξεπερνά εκείνο που θα ήταν δίχως την διεύρυνση της πιστοδότησης.  Στο 1965-1969 το χρέος από ενυπόθηκα δάνεια και καταναλωτικές πιστώσεις αυξήθηκε κατά 88 δις δολάρια, ενώ η τοκοχρεωλυτική επιβάρυνση για την εξόφληση μεγάλωσε κατά 55 δις δολάρια (Μαντέλ, 1975).  Και παρόλο που αυτοί οι αριθμοί δείχνουν την τεράστια αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών στις ΗΠΑ, δεν συγκρίνονται με τα ίδια στοιχεία από το 1980 μέχρι την οικονομική κρίση του 2008, δείχνουν όμως την τάση της αμερικανικής οικονομίας να στηρίζει την καταναλωτική της ζήτηση με την βοήθεια του πιστωτικού συστήματος.


 7. Ποιες οι συνέπειες της εξασθένισης της πολιτικής της κρατικής παρέμβασης;


Έτσι όπως είδαμε και παραπάνω όταν εξετάζαμε γιατί δεν είναι ορθή η καθαρή θεωρία της υποκατανάλωσης των μαζών -η αύξηση των πραγματικών μισθών δεν συνεπάγεται αυτομάτως της αύξησης του μέσου ποσοστού κέρδους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 τα ανοδικά ποσοστά κέρδους εμφανίζουν κάμψη. Η κρατική παρέμβαση που είχε ως στόχο την μείωση της πτωτικής ελαστικοποίησης δεν κατάφερε να διατηρήσει τα ποσοστά κέρδους σε ικανοποιητικό επίπεδο και η θέση του κράτους αναγκάστηκε να υποχωρήσει, ο ρόλος της αγοράς διευρύνεται, το κοινωνικό κράτος διαλύεται σταδιακά. Μια άλλη συνέπεια είναι ότι η χρηματιστική διαχείριση παραμερίζεται. Οι νικητές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου επεξεργάστηκαν στο Μπρέτον Γουντς το 1944 ένα διεθνές νομισματικό σύστημα που θα βοηθούσε στο επεκταθεί σε διεθνή κλίμακα η εφαρμοζόμενη κιόλας στο εθνικό πλαίσιο πολιτική του πιστωτικού πληθωρισμού. Για να λυθεί το πρόβλημα της διεθνούς ρευστότητας, φτιάχτηκε ένα σύστημα που ανακήρυξε δίπλα στο χρυσό το δολάριο ως παγκόσμιο χρήμα (Μαντέλ, 1975). Το 1973 έχουμε την μετάβαση σε ένα σύστημα διακυμαινόμενων διεθνών συναλλαγών. Στις διεθνείς αγορές που συνδέονται όλο και περισσότερο μεταξύ τους, οι διεθνείς ισοτιμίες γίνονται αντικείμενο έντονων κερδοσκοπικών κινήσεων. Υπάρχουν όμως ακόμη ισχυρές ασφαλιστικές δικλείδες όπως η κρατική παρέμβαση στις κινήσεις κεφαλαίων, ο έλεγχος της τραπεζικής διαμεσολάβησης σε βάρος της άμεσης χρηματοδότησης και του χρηματιστηρίου, ο σχολαστικός έλεγχος των τραπεζών, ο αυστηρός διαχωρισμός εμπορικών και επιχειρηματικών τραπεζικών ιδρυμάτων κ.λπ. (Joshua, 2014). Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και μετά έχουμε την απορρύθμιση, τον αποδιαχωρισμό και την αποδιαμεσολάβηση των αγορών. Παρά την ονομασία του «νεοφιλελευθερισμός» που υπονοεί την επιστροφή στο μοντέλο του παλιού τύπου φιλελευθερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός που εμφανίζεται την δεκαετία του 80 δεν έχει σχέση με τον φιλελευθερισμό που επικρατούσε πριν τη 1914 εποχή. Ενώ υποτίθεται ότι επιστρέφουμε στην εποχή της ανταγωνιστικής ρύθμισης η περίοδος πριν το 1914 χαρακτηρίζεται από προστατευτισμό, όπως βλέπουμε και με τις νομοθεσίες που εγκαινιάζονται το 1888 στις ΗΠΑ, στην Γερμανία τα έτη 1886-1890 κλ.π. Ο νεοφιλελευθερισμός επομένως δημιουργεί μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η αυξανόμενη σημασία του χρηματιστηρίου και των φαινομένων κερδοσκοπίας.  Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που οδήγησαν στο να εφαρμοστούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως η σταδιακή παρακμή και τελικά η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ένας άλλος παράγοντας είναι και το ότι παρόλο την διόγκωση του πιστωτικού συστήματος η ατομική κατανάλωση δεν ήταν σε ικανοποιητικά επίπεδα ώστε να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα κέρδη για τις επιχειρήσεις, δηλαδή η ανάπτυξη αναπτύσσονταν σε αργούς ρυθμούς σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής οικονομικής ευημερίας και το μέσο ποσοστό κέρδους δεν ήταν ικανοποιητικό για τις επιχειρήσεις. Η σημαντική μεταπολεμική ανάπτυξη δεν έλυσε καμία από τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που ευθύνονται για τις οικονομικές κρίσεις. Κανόνας παραμένουν οι περιοδικές διακυμάνσεις των επενδύσεων που τις επιβάλλουν οι περιοδικές διακυμάνσεις στο ποσοστό του κέρδους. Η απάλυνση του βιομηχανικού κύκλου διαμέσου της σύνδεσής του με το πιστωτικό κύκλο μπορούσε να πετύχει μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με αποτέλεσμα την μόνιμη υποτίμηση του νομίσματος και την προοδευτική αποσύνθεση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος (Μαντέλ, 1975).

Περιορίζεται όμως ο ρόλος του κράτους στον νεοφιλελευθερισμό;

Παρά το γεγονός του ότι οι πολιτικοί υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού επιχειρηματολογούσαν υπέρ του περιορισμού του κράτους ο ρόλο του κράτους δεν περιορίζεται μόνο στον ρόλο του ρυθμιστή όπως φαίνεται από τη βαρύτητα στις δαπάνες που κάνει στο ΑΕΠ -8% το 1913 αλλά 31,1% το 1999 στις ΗΠΑ, 8,9% το 1913 αλλά 52,4% το 1999 στη Γαλλία (Joshua, 2014), αλλά το κράτος παρεμβαίνει και για να αντιμετωπίσει άμεσα την πτώση στην οικονομική δραστηριότητα. Η «μεγάλη αμερικανική ύφεση» αντιμετωπίστηκε με την παρέμβαση του δημοσίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Bureau of Economic Analysis το 2000 το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ήταν το 55% του ΑΕΠ, το 2009 το 82% του ΑΕΠ και το 2012 το 99% του ΑΕΠ (με μια καθαρά ανοδική τάση που φτάνει μέχρι και στο σήμερα το 2020 το χρέος έχει φτάσει 136% του ΑΕΠ).          


 8. Κρίση 2008, κρίση τρίτου τύπου


Κρατική παρέμβαση από την μια, και την πτωτική ελαστικοποίηση των μισθών από την άλλη, περιορίζουν ταυτόχρονα την επέκταση των σύγχρονων κρίσεων συγκριτικά με την ένταση και την διάρκεια των κρίσεων ανταγωνιστικής ρύθμισης. Το μοντέλο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι κρίσεις τρίτου τύπου δημιουργεί μεγάλη αστάθεια, γιατί ελίσσεται ανάμεσα σε δύο ακραία όρια, γεγονός που καθορίζει και το περιεχόμενο του. Από την μια προσπαθεί να αποφύγει της καταστροφικές συνέπειες της κρίσης του 1929, με την κρατική παρέμβαση, η οποία έχει ως σκοπό την σταθερότητα και επωμίζεται κυρίως το δημοσιονομικό χρέος, και από την άλλη η πλήρης χρηματιστικοποίηση της πραγματικής οικονομίας που δεν αφήνει πολλά περιθώρια σταθερότητας. Για το λόγο η οικονομική κρίση του 2008, ήταν σοβαρή και μεγάλη σε διάρκεια. Δεν δίνεται η δυνατότητα της κάθαρσης που δινόταν στις κρίσης ανταγωνιστικής ρύθμισης, όπου πχ οι νοσηρές επιχειρήσεις καταστρέφονταν ολοσχερώς στο κραχ και ο βιομηχανικός κύκλος μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή έχοντας μεγαλύτερη δυναμική. Πλέον το κέρδος δεν μπορεί να προκύψει από την μείωση των μισθών ακόμη και σε μικρότερα ποσοστά. Η εντατικοποίηση της εργασίας και οι νέες τεχνολογίες δεν προσφέρουν πλέον τα κέρδη της παραγωγικότητας -που έπρεπε να προκύψουν και να ωθήσουν ανοδικά το κέρδος- μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι όλο και πιο αδύναμα (Joshua, 2014). Το κράτος προστατεύει τις τράπεζες από την κατάρρευση, περιορίζοντας έτσι την καταστροφή του κεφαλαίου. Έτσι η ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους επέρχεται, με την αύξηση του κέρδους και την μείωση του λειτουργικού κεφαλαίου αλλά σε πολύ μικρότερα ποσοστά, η πρόσκληση για επενδύσεις είναι αδύναμη, γιατί έχει καταστραφεί αναλογικά μικρότερο κεφάλαιο και ενώ υπάρχουν ευκαιρίες για αποδοτικές επενδύσεις δεν είναι τόσο πολλές. Μια άλλη κρίσιμη διαφορά αυτών των κρίσεων σε σχέση με τις κρίσεις ανταγωνιστικής ρύθμισης είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον καινοτομίες, όπως ο σιδηρόδρομος, ο ηλεκτρισμός ή η ανακάλυψη του αυτοκινήτου, γύρω από τις οποίες θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια νέα ανάπτυξη.

Έτσι μακροχρόνια υπάρχει μια επιβράδυνση της ανάπτυξης στις αναπτυγμένες χώρες: στις ΗΠΑ το ποσοστό μέσης ετήσιας ανάπτυξης του ΑΕΠ σε μέγεθος είναι: 3,17% την περίοδο 1970-1980, 3,33% την περίοδο 1980-1990, 3,46% την περίοδο 1990-2000, 1,64% την περίοδο 2000-2010 (Joshua, 2014). Η μακροχρόνια ανάπτυξη κατέστη τόσο αργή, που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εντοπιστεί κατά την διάρκεια μιας μακροχρόνιας κρίσης.

Τα νέα οικονομικά χαρακτηριστικά της εποχής τους νεοφιλελευθερισμού που δεν επιτρέπουν πλέον την σταθεροποίηση του συστήματος όπως συνέβη στο «μακροχρόνιο κύμα της ανάπτυξης μεταπολεμικά» περιλαμβάνουν: την παγκοσμιοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας με την εγκατάσταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε όλον τον κόσμο και την χρηματιστικοποίηση μια διαδικασία που περιλαμβάνει τρία κύρια χαρακτηριστικά: την όλο και μεγαλύτερη άμεση χρηματοδότηση σε βάρος της τραπεζικής διαμεσολάβησης, την εξουσία των μετοχών, την κολεκτιβοποίηση της αποταμίευσης. Η χρηματιστικοποίηση δημιουργεί να διάρθρωση νέου τύπου ανάμεσα στην χρηματική αγορά και την πραγματική οικονομία. Αυτά τα οικονομικά χαρακτηριστικά εκρηκτικού χαρακτήρα, που οδήγησαν στο ξέσπασμα της φούσκας των ακινήτων το 2008, έχουν τις ρίζες τους από το 1980 και είναι το αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ακολουθήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, η γενική ζήτηση έπρεπε να στηριχτεί τις στιγμές που θα ξεσπούσε η ύφεση, πριν προλάβει αυτή να επεκταθεί και απειληθεί η οικονομία με κραχ. Η ανάπτυξη βασίστηκε στην γενική ζήτηση της αγοράς, που στηριζόταν από τον δανεισμό των νοικοκυριών και των καταναλωτών, ο οποίος σπρώχτηκε στα άκρα και την μείωση της αποταμίευσης. Δηλαδή αυξάνονταν η κατανάλωση χωρίς να χρειαστεί να αυξηθούν τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μέσο ποσοστό αποταμίευσης οδηγήθηκε από το 10% το 1980 στο 0% το 2008 (Joshua, 2014).  Επομένως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αμερικανικής οικονομίας όπως η μείωση της φορολογίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η ενίσχυση του ρόλου των τραπεζών και του χρηματιστηρίου, οδήγησαν στην κρίση του 2008, η οποία παγκοσμιοποιήθηκε πολύ εύκολα λόγω των χαρακτηριστικών της καπιταλιστικής παραγωγής σε διεθνές επίπεδο.


 Συμπεράσματα:


Η ιδιαίτερη σημασία που έδωσε η μαρξιστική πολιτική οικονομία, σε σχέση με άλλες σχολές οικονομικής σκέψης, στο να καταλάβει τους τρόπους λειτουργίας της καπιταλιστικής παραγωγής μας βοηθάει και στο να κατανοήσουμε την εμφάνιση των κρίσεων. Παρόλο που ο Μαρξ δεν ανέπτυξε μια συστημική θεωρία των κρίσεων, η ανάλυση του «νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» είναι σημαντικό να μελετηθεί προκειμένου να δοθεί ένα εργαλείο ερμηνείας των σύγχρονων οικονομικών κρίσεων. Σημαντικό είναι επίσης το να γίνει αντιληπτό πως οι κρίσεις δεν μπορούν να εξηγηθούν μονοαιτιακά και πως οι λύσεις που προτείνονται για την επίλυση των κρίσεων δεν μπορούν να λύσουν της στοιχειώδεις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Για την κατανόηση της κρίσης του 2008 πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να τη συγκρίνουμε με τις καπιταλιστικές κρίσεις του παρελθόντος όπως και να μελετήσουμε την πορεία του καπιταλισμού από το κραχ του 1929 μέχρι την κρίση του 2008.  Η μαρξιστική πολιτική οικονομία μπορεί να μας βοηθήσει στο να καταλάβουμε γιατί σχεδόν για δύο εκατονταετίες ο καπιταλισμός δημιουργεί οικονομικές κρίσεις και στο γιατί στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οι λύσεις μόνο προσωρινές μπορεί να είναι. 




Βιβλιογραφικές αναφορές:

Joshua, I. (2008). Καπιταλισμός και Κρίσεις. Ένεκεν Επιθεώρηση Πολιτισμού (Τεύχος 12ο, 2008), 8-12

Joshua, I. (2014). Μια Νέα Κρίση του Καπιταλισμού. Ένεκεν Επιθεώρηση Πολιτισμού (Τεύχος 31ο, 2014), 54-73

Μαντέλ, Ε. (1975). Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg

Μαντέλ, Ε. (2007). Εισαγωγή στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ. Αθήνα: Εκδόσεις Εργατική Πάλη

Μαρξ, Κ. (…). Το Κεφάλαιο Τόμος Τρίτος. Δρέσδη: Εκδόσεις Νέα Βιβλία

Μαρξ, Κ. (1982). Θεωρίες για την Υπεραξία (Τέταρτος Τόμος του «Κεφαλαίου») Μέρος Δεύτερο.  Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή


(*) Η Μαρία Γ. Γιαννοπούλου είναι τελειόφοιτη του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση πολιτισμού ΕΝΕΚΕΝ, τεύχος 54, σελ. 88 - 106

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ, "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση 1929- 1938"

Πριν λίγες μέρες εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ με τίτλο "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση, (1929-1938). Το βιβλίο βγήκε από τις...