Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΤΟΝΜΠΑΣ

 


Ο πόλεμος στην Ουκρανία καθημερινά κλιμακώνεται, με την όλο και περισσότερο άμεση και απροσχημάτιστη εμπλοκή ΝΑΤΟ και ΗΠΑ και απειλεί να προκαλέσει καταστροφικές κοσμοϊστορικές συνέπειες. Ωστόσο η συζήτηση για τα γεγονότα που προηγήθηκαν, εξακολουθεί ακόμη μέσα στην αριστερά. Προκειμένου να σχηματίσουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα αυτών γεγονότων, ώστε να αποφεύγουμε τα προκατασκευασμένα σχήματα και να ξεκινάμε τη συζήτηση από την συγκεκριμένη κατάσταση, μετέφρασα αυτό το κείμενο που πιστεύω ότι κάπως βοηθάει.

(Οι χαρακτηρισμοί "κομμουνιστές" και "κομμουνιστικά κόμματα" ίσως θεωρούνται από κάποιους συζητήσιμοι. Ωστόσο είναι αυτοί που χρησιμοποιούν οι ίδιοι).

Σημείωση του μεταφραστή Νίκου Ταμβακλή



ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΤΟΝΜΠΑΣ

5 Μαρτίου 2022

Όχι, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ξεκίνησε στις 25 Φεβρουαρίου. Στην πραγματικότητα κράτησε οκτώ χρόνια και έχει σκοτώσει περισσότερους από 13.000 ανθρώπους (πολίτες και στρατιωτικούς) κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ρωσόφωνης χώρας. Μέσα στο κάθε άλλο παρά ομοιογενές στρατόπεδο εκείνων που τα ΜΜΕ αποκαλούν «φιλορώσους σεπαρατιστές», οι κομμουνιστές –από την Ουκρανία, τη Ρωσία και αλλού– έχουν διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο. Υπέστησαν επίσης την καταστολή και τις παρεμβάσεις από το Κρεμλίνο. Το παρακάτω άρθρο επιχειρεί να ανακαλέσει μια ιστορία που είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό άγνωστη.

 

Η εξέγερση του Ντονμπάς: από τη λαϊκή εξέγερση στην ένοπλη αντίσταση


Όπως γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο μας , η σπίθα που πυροδότησε την εξέγερση στις ανατολικές περιοχές της χώρας ήταν η καταστολή, στις 23 Φεβρουαρίου 2014, την επομένη της αποπομπής του πρώην Προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, του επίσημου καθεστώτος της ρωσικής γλώσσας από τους νέους Ουκρανούς κυβερνήτες. Λαϊκές διαδηλώσεις αμφισβήτησης της εξουσίας της κεντρικής εξουσίας, συγκρούσεις στους δρόμους μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του Μαϊντάν, δημιουργία ταξιαρχιών αυτοάμυνας στην Κριμαία[1][i], καταλήψεις με έφοδο διοικητικών κτιρίων στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ: η κατάσταση πήρε γρήγορα μια εξεγερτική τροπή.

Σύμφωνα με τον Alexander Cherepanov , γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (PCOR-CPSU), η κοινωνική σύνθεση της εξέγερσης στο Ντονμπάς ήταν σε μεγάλο βαθμό προλεταριακή:

Η λαϊκή αντίσταση στο Ντονμπάς είχε εξαρχής αντιναζιστικό χαρακτήρα και συγκέντρωσε τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους και ιδεολογικές τάσεις (Ρώσους κομμουνιστές, πατριώτες και μοναρχικούς, Κοζάκους, υπερασπιστές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διεθνιστές εθελοντές κ.λπ.) αλλά από μια ταξική άποψη, η βάση του κινήματος αποτελούνταν πάνω από όλα από την εργατική τάξη του Ντονμπάς.

Τον Ιούνιο του 2015, η L'Humanité αφιέρωσε επίσης ένα άρθρο στην κινητοποίηση των μεταλλωρύχων στις ένοπλες πολιτοφυλακές του Ντονμπάς, υπογραμμίζοντας παράλληλα την προσήλωσή τους στον αντιφασισμό και στα σύμβολα του σοβιετικού παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένων των αγαλμάτων του Λένιν (που βανδαλίζονταν μαζικά από Ουκρανούς εθνικιστές σε όλη τη χώρα).

Σύμφωνα με τον Victor Shapinov , έναν Ουκρανό κομμουνιστή ακτιβιστή, η ρωσοφοβία των εθνικιστών και άλλων νεομπαντεριστών που ήταν στην πρώτη γραμμή του πραξικοπήματος στο Ευρωμαϊντάν, συνδυάστηκε με μια επιθετική, ταξική περιφρόνηση προς τον λαό του Ντονμπάς:

Οι κάτοικοι του Ντονμπάς είναι φτωχοί, οι περισσότεροι είναι μεταλλωρύχοι και εργάτες και αυτό τους κάνει εχθρούς της «χρυσής νεολαίας». Αυτοί [οι υποστηρικτές του Μαϊντάν από την αστική και τη μεσαία τάξη] λένε ότι οι άνθρωποι της εργατικής τάξης είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας που δεν πρέπει να ψηφίζουν ή να έχουν πολιτική επιρροή. Δεν ήταν λοιπόν μόνο εθνικό ή γλωσσικό ζήτημα, αλλά και κοινωνικό και ταξικό. Αυτοί δεν είχαν μόνο ρωσοφοβικές ιδέες, αλλά και ένα είδος ταξικού ρατσισμού ενάντια στα «βόδια» του Ντονμπάς.

Για πολλούς μέσα στον ρωσόφωνο πληθυσμό, η σφαγή στο Σπίτι των Συνδικάτων στην Οδησσό που διαπράχθηκε τον Μάιο του 2014 από Ουκρανούς φασίστες –περίπου σαράντα νεκροί, συμπεριλαμβανομένων πολλών συνδικαλιστών και αριστερών ακτιβιστών– είχε καταλυτική επίδραση[2][ii]:

Μετά την τραγωδία της Οδησσού, η τάση που οδηγούσε στον εμφύλιο έγινε μη αναστρέψιμη. Για τους κατοίκους του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, ήταν προφανές ότι αν οι δημοκρατίες δεν άντεχαν, θα γνώριζαν την ίδια μοίρα με τους αντι-Μαϊντάν διαδηλωτές της Οδησσού.

Πρέπει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι ενώ η μετάβαση από τις λαϊκές διαδηλώσεις στην ένοπλη εξέγερση γίνεται κυρίως στο Ντονέτσκ και στις επαρχίες του Λουγκάνσκ, η αντίσταση δεν περιορίζεται μόνο στις περιοχές του Ντονμπάς. Στην Οδησσό, στο Χάρκοβο[3][iii]και σε άλλες πόλεις της Ουκρανίας, οργανώνονται αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, κυρίως με την πρωτοβουλία της μαρξιστικής ομάδας Borotba (που ιδρύθηκε από πρώην μέλη του Ουκρανικού ΚΚ). Χαρακτηρίζοντας τη νέα εξουσία που αναδύθηκε από το Μαϊντάν ως «το αποτέλεσμα της τακτικής συμμαχίας της νεοφιλελεύθερης δεξιάς με ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες», οι ακτιβιστές της Borotba δίνουν στις συγκεντρώσεις έναν ξεκάθαρα αντι-ολιγαρχικό χρώμα. Η κυβέρνηση του Κιέβου απάντησε με καταστολή, βανδαλίζοντας τα γραφεία της οργάνωσης και πραγματοποιώντας πογκρόμ συλλήψεων κατά των στελεχών της. Τον Ιούλιο, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας απαγορεύεται, παρόλο που οι ηγέτες του είχαν περιορίσει τη δραστηριότητά τους αποκλειστικά στα κοινοβουλευτικά πλαίσια.

 

Οι αντι-ολιγαρχικές διεκδικήσεις και η δόμηση του κομμουνιστικού στρατοπέδου

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ ετών, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης έχουν επανειλημμένα απεικονίσει τους μαχητές του Ντονμπάς ως «φιλορώσους σεπαρατιστές» οι οποίοι χειραγωγούνται πλήρως από το Κρεμλίνο. Ωστόσο, εάν η Μόσχα επιδίωξε πράγματι, και τελικά κατάφερε, να επιβάλει τον έλεγχό της στις ηγετικές δομές των λαϊκών δημοκρατιών, αυτό έγινε με το τίμημα μιας βίαιης πάλης για επιρροή, που αντανακλούσε την ακραία πολιτική και ιδεολογική ποικιλομορφία στο στρατόπεδο των «σεπαρατιστών».

Κατά την πρώτη φάση της σύγκρουσης, ένας άνδρας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις της Μόσχας με τους αντάρτες του Ντονμπάς : ήταν ο Ουκρανός ολιγάρχης, ταταρικής καταγωγής Ρινάτ Αχμέτοφ. Με καταγωγή από το Ντονέτσκ, δισεκατομμυριούχος (θεωρείται ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ουκρανία), είναι, μεταξύ άλλων, ο ιδιοκτήτης του Chakhtar Donetsk και κυριαρχεί στη βιομηχανία άνθρακα και μεταλλουργίας στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Μετά τη χρηματοδότηση του Κόμματος των Περιφερειών του πρώην Προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, αυτή τη φορά προσπάθησε να επηρεάσει ταυτόχρονα και τα δύο αντικρουόμενα στρατόπεδα.

Οι άνθρωποι του Αχμέτοφ κατείχαν σημαντικές θέσεις στην ουκρανική διοίκηση αλλά και στις δομές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ, όπου εμπόδιζαν τα αιτήματα για εθνικοποίηση και άλλα ριζοσπαστικά αιτήματα των εξεγερμένων.

Στο στρατιωτικό μέτωπο, ενώ η ρωσική υποστήριξη περιορίζεται στην "αποστολή απαρχαιωμένου εξοπλισμού από αποθέματα που χρονολογούνται από τον σοβιετικό στρατό", γίνεται σαφές ότι οι νεαρές αυτοαποκαλούμενες δημοκρατίες είναι εντελώς απροετοίμαστες για μια σύγκρουση με τις ένοπλες δυνάμεις του καθεστώτος : "Ήταν μόνο η τερατώδης ανικανότητα του ουκρανικού στρατού καθώς και η απροθυμία των ουκρανικών στρατευμάτων να πραγματοποιήσουν αιματηρές σωφρονιστικές επιχειρήσεις που επέτρεψαν στις βιαστικά σχηματισμένες μονάδες των ανταρτών να επιβιώσουν τους πρώτους δύο μήνες. »

Στις αρχές του καλοκαιριού του 2014, το Σλαβιάνσκ είναι το κέντρο μιας αντίστασης με επικεφαλής τον Ρώσο εθελοντή Igor Girkin, γνωστό ως «Στρελκόφ». Καθώς η ουκρανική επίθεση ξεκίνησε την 1η Ιουλίου, το Σλαβιάνσκ βρέθηκε περικυκλωμένο – μια περικύκλωση που ο Στρελκόφ κατάφερε να διαπεράσει για να βαδίσει στο Ντονέτσκ, «τι κατάλληλη στιγμή, ακριβώς για να εμποδίσει τους ανθρώπους του Κρεμλίνου να παραδώσουν την πόλη στην κυβέρνηση του Κιέβου».

Ακολούθησε μια μεγάλη εκκαθάριση, κατά την οποία οι άνθρωποι του Αχμέτοφ και άλλοι υποστηρικτές μιας διαλυτικής γραμμής απομακρύνθηκαν προσωρινά από τις θέσεις λήψης αποφάσεων.

Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στη Γιάλτα στις 7 Ιουλίου, δομείται η αριστερή πτέρυγα της αντίστασης, η οποία συγκεντρώνει κομμουνιστικές οργανώσεις, από το Ντονμπάς και τη Ρωσία, και δυτικούς αντιπολεμικούς αγωνιστές. Η «διακήρυξη της Γιάλτας», η οποία ολοκληρώνει τη συνάντηση, δηλώνει ξεκάθαρα τους στόχους της: να ανατρέψει την καπιταλιστική ολιγαρχία, να δημιουργήσει μια μικτή οικονομία με ανεπτυγμένο δημόσιο τομέα και να δημιουργήσει μια «κοινωνική δημοκρατία» στην Ουκρανία.

Τον Αύγουστο, εξάλλου, μια επιστολή που δημοσιεύτηκε από πολιτοφύλακες βάσης στο Ντονέτσκ ζητούσε την εθνικοποίηση των περιουσιών που κατείχαν οι ολιγάρχες. Ο Μπόρις Λιτβίνοφ, στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας (και πρώην μέλος του ΚΚΣΕ) που έχει έρθει σε ρήξη με την επίσημη ηγεσία του κόμματός του, αναλαμβάνει επικεφαλής του Ανώτατου Σοβιέτ, ενώ ψηφίζεται νόμος που ακυρώνει την εμπορευματοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης που είχε εγκριθεί προηγουμένως. Γίναμε επίσης μάρτυρες κάποιων δειλών αν και επαναλαμβανόμενων αποπειρών εθνικοποίησης.

Στο Λουγκάνσκ υπάρχει μια σύγκλιση αριστερών ομάδων γύρω από τον Aleksey Mozgovoy, διοικητή της περίφημης Brigade Prizrak («Ταξιαρχία Φάντασμα»). Η επιρροή τους μέσα στο κίνημα είναι, μεταξύ άλλων, αισθητή στο γεγονός ότι η LPR (ΛΔΛ) αποφασίζει να συμπεριλάβει τα σοβιετικά σύμβολα στο επίσημο εθνόσημό της. Τα στρατεύματα των λαϊκών δημοκρατιών ενισχύονται επίσης από αντιφασίστες εθελοντές (κυρίως από τη νότια Ευρώπη) – ενίσχυση στην οποία το ιταλικό πανκ συγκρότημα Banda Bassotti , με τα «αντιφασιστικά καραβάνια» του, προκαλεί μια ορισμένη απήχηση στα ΜΜΕ.

Ας προσθέσουμε, στις ενδείξεις για τη σημασία του κομμουνιστικού πόλου στην αρχική φάση της εξέγερσης, ότι ένα δημοψήφισμα που διοργανώθηκε στις 11 Μαΐου 2014 επιβεβαιώνει ρητά ότι η Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ πρέπει να θεωρείται ως ο νόμιμος διάδοχος της Δημοκρατίας του Donetsk-Krivoï Rog, που ιδρύθηκε το 1918 από τους Μπολσεβίκους και τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες και στη συνέχεια συντρίφτηκε από τις γερμανικές στρατιές.

 

Η Μόσχα και η Γραμμή Στρατηγικού Συμβιβασμού

 

Αλλά η Μόσχα, η οποία από την αρχή παρείχε την ελάχιστη απαραίτητη υποστήριξη για την επιβίωση των λαϊκών δημοκρατιών, ενώ προσπαθεί να καταπνίξει εκεί τις επαναστατικές τάσεις, παρακολουθεί με ανησυχία την άνοδο της αριστεράς στο Ντονμπάς:

Ομάδες που συνδέονται με τη Μόσχα και την τοπική ολιγαρχία προσπαθούσαν να περιθωριοποιήσουν τα ριζοσπαστικά στοιχεία και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ένα συμβιβασμό με το Κίεβο. Η Μόσχα χρησιμοποιούσε επίσης την επιρροή της για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη δική της συμφιλίωση με τη Δύση.

Μετά την αποτυχία μιας νέας ουκρανικής επίθεσης τον Αύγουστο, οι δημοκρατίες του Ντονμπάς αντιμετωπίζουν μια μεγάλη πολιτική και διοικητική κρίση. Ειδικότερα, τότε ήταν που ο Στρελκόφ παραμερίστηκε, μια ενέργεια που έμοιαζε να είναι εκδίκηση από τα φιλικά προς το Κρεμλίνο στοιχεία που είχαν εκδιωχθεί τον Ιούλιο.

Επειδή, «παρά τις μοναρχικές του συμπάθειες και τη νοσταλγία του για τη Ρωσική Αυτοκρατορία, ο Στρελκόφ πίεζε πραγματικά για ριζοσπαστικοποίηση εντός των δημοκρατιών» (συγκεκριμένα, επαναλάμβανε συνεχώς ότι δεν θα άφηνε τη Νοβοροσίγια να μετατραπεί σε ένα είδος επανάληψης της Ουκρανίας πριν από το Μαϊντάν), τα σχέδιά του προφανώς δεν συνέπιπταν με αυτά του Κρεμλίνου.

Ο Στρελκόφ απομακρύνθηκε, όσοι ήταν κοντά στην ολιγαρχία θα μπορούσαν τώρα να ανακτήσουν την κατοχή των κρίσιμων θέσεων. Ήταν επίσης εκείνη την εποχή που ο Oleg Tsarev, ένας Ουκρανός πολιτικός που είχε εκλεγεί στο παρελθόν με το Κόμμα των Περιφερειών, σχεδίασε μια «νέα σημαία» για τις δημοκρατίες του Ντονμπάς, ένα είδος ανεστραμμένης εκδοχής της παλαιάς αυτοκρατορικής σημαίας, με σαφή στόχο την αντιστάθμιση στην κόκκινη σημαία με τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα που ήταν αυτή των πολιτοφυλάκων στο πεδίο της μάχης.

Στη συνέχεια, ο ρωσικός Τύπος απηχούσε μια συμφωνία μεταξύ της ρωσικής κυβέρνησης και του Αχμέτοφ, με το Κρεμλίνο να του «παραδίδει» τα απελευθερωμένα εδάφη σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του ολιγάρχη ως μεσολαβητή με το Κίεβο και τη Δύση.

Αλλά «οι αγωνιστές και οι μαχητές που έχτιζαν το νέο κράτος επί τόπου δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να γίνουν πειθήνιοι πράκτορες εξωτερικών παραγόντων στη λήψη των αποφάσεων» : όλο και περισσότερο, βλέπουμε «μια συσσώρευση μίσους για τους γραφειοκράτες του Κρεμλίνου, για το σαμποτάζ τους και για τις προδοσίες τους».

Μετά την ουκρανική επίθεση τον Αύγουστο (από την οποία επέζησαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες), η Μόσχα έθεσε τον Αλεξάντερ Ζαχαρτσένκο επικεφαλής της RPD (ΛΔΝτ). Έγινε επικεφαλής διαπραγματευτής του πρωτοκόλλου του Μινσκ που οδήγησε σε κατάπαυση του πυρός στις 4 Σεπτεμβρίου, ακόμη και όταν οι πολιτοφύλακες του Ντονμπάς πλησίαζαν τη Μαριούπολη, εμποδίζοντας de facto την απελευθέρωση αυτού του στρατηγικού λιμανιού.

Πράγματι, εκείνη την εποχή, ο Πούτιν και ο σύμβουλός του Βλάντισλαβ Σουρκόφ, υπεύθυνος για την πολιτική της Ουκρανίας, είχαν ως κύριο στόχο τους να αποφύγουν μια άμεση αντιπαράθεση με τη Δύση και ειδικότερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει τη γραμμή τους στην ουκρανική σύγκρουση ως εξής: «να αρνηθούν και στις δύο πλευρές τη δυνατότητα μιας αποφασιστικής νίκης» .

Όπως δείχνουν οι συμφωνίες του Μινσκ, η ρωσική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να δεχτεί την επανένταξη των λαϊκών δημοκρατιών στο ουκρανικό μαντρί ως το τίμημα ενός διπλωματικού συμβιβασμού με το Κίεβο και την Ουάσιγκτον.

Με τις ειρηνευτικές συμφωνίες και το τέλος της ενεργού φάσης της στρατιωτικής σύγκρουσης, η Μόσχα κατάφερε να επιβάλει τον έλεγχό της στις εξεγερμένες δημοκρατίες, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα την ανθρωπιστική βοήθεια ως ισχυρό μοχλό επιρροής. Οι εκλογές της 2ας Νοεμβρίου 2014 επιβεβαιώνουν αυτή την τάση, με την εκλογή, τόσο στο Ντονέτσκ όσο και στο Λουγκάνσκ (με την άνοδο στην εξουσία του Ιγκόρ Πλοτνίτσκι), προσωπικοτήτων απόλυτα πιστών στο Κρεμλίνο.

 

Καταστολή και κατά συρροή δολοφονίες


Οι συμφωνίες Μινσκ-ΙΙ, της αρχές του 2015, συνοδεύονται από μια διαδικασία καταστολής και περιθωριοποίησης της αριστεράς μέσα της λαϊκές δημοκρατίες. Στο Ντονέτσκ, στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Λιτβίνοφ απαγορεύεται να συμμετάσχει της εκλογές. Στο Λούγκανσκ τα πράγματα παίρνουν μια αναμφισβήτητα πιο δραματική τροπή με τη δολοφονία μερικών από της πιο δημοφιλείς διοικητές της πολιτοφυλακής.

Τον Ιανουάριο του 2015, ο Aleksandr Bednov, ο «Μπάτμαν του Λούγκανσκ» σκοτώθηκε από μια ειδική αστυνομική μονάδα. Ο Aleksey Mozgovoy, του οποίου η Ταξιαρχία Φάντασμα προσέλκυσε αρκετούς διεθνιστές εθελοντές, σκοτώθηκε τον Μάιο από μια άγνωστη ένοπλη ομάδα (οι σύντροφοί του κατηγόρησαν τοπικούς αξιωματούχους). Άλλοι ηγέτες ανταρτών που επικρίνουν της συμφωνίες του Μινσκ και της φιλο-ολιγαρχικές πολιτικές της της διοίκησης που υποτάσσεται στο Κρεμλίνο δολοφονούνται της, συμπεριλαμβανομένου του Πάβελ Ντρέμοφ – της χαρισματικού ηγέτη μιας μονάδας Κοζάκων που αποτελείται από της εκατοντάδες μαχητές, ο οποίος είχε κατηγορήσει τον Πλοτνίτσκι για κλοπή ρωσικής ανθρωπιστικής βοήθειαςκαι για πώληση στην Ουκρανία άνθρακα που παράγεται σε αυτονομιστικά εδάφη.

Αλλά «αν αυτές οι εξολοθρεύσεις έχουν σπάσει κάθε αντίσταση στον έλεγχο του Κρεμλίνου μέσα της λαϊκές δημοκρατίες, δεν έχουν λύσει το μείζον πρόβλημα: τι να κάνουν με αυτά τα εδάφη και πώς να επιτύχουν τη συμφιλίωση με τη Δύση χωρίς να αποδυναμωθεί ο Πούτιν και το περιβάλλον του».

Πράγματι, είναι σαφές ότι η γραμμή συμφιλίωσης και συμβιβασμού που υιοθέτησε η Μόσχα κατά την αρχική φάση της σύγκρουσης έχει μετατραπεί σε στρατηγικό αδιέξοδο μπροστά στην έκδηλη άρνηση του Κιέβου να εφαρμόσει της ειρηνευτικές συμφωνίες (υπό της διασταυρούμενες πιέσεις του εθνικιστικού στρατοπέδου μέσα στην Ουκρανία και των δυτικών χορηγών της).


Οι Ρώσοι κομμουνιστές μπροστά στον πόλεμο


Κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ ετών, ποια ήταν η θέση των Ρώσων κομμουνιστών απέναντι στις λαϊκές δημοκρατίες αφενός και απέναντι στην πολιτική του Κρεμλίνου εναντίον τους, αφετέρου;

Φαίνεται ότι οι Ρώσοι κομμουνιστές από πολύ νωρίς κατηγόρησαν την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έλλειψη υποστήριξης προς τους μαχητές του Ντονμπάς. Ο Τσερεπάνοφ, του PCOR-PCUS, τον οποίο παραθέσαμε παραπάνω, λέει για παράδειγμα:

Τον Οκτώβριο του 2014, μετά το πρώτο ταξίδι μας στο Ντονμπάς, η Κεντρική Επιτροπή του κόμματός μας ενέκρινε ένα σκληρό ψήφισμα στο οποίο κατηγόρησε τον Πρόεδρο και την κυβέρνηση της Ρωσίας ότι συνθηκολόγησαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονμπάς, αρνούμενοι να παράσχουν στρατιωτικό υλικό, πυρομαχικά, ανθρωπιστική βοήθεια.

Στη συνέχεια, η οργάνωσή του έκανε εκστρατεία για την έκδοση ρωσικών διαβατηρίων στους πολιτοφύλακες του Ντονμπάς που το επιθυμούσαν και στα μέλη των οικογενειών τους.

Μετά από επανειλημμένες εκκλήσεις, συγκεντρώσεις και πικετοφορίες μας στις περιοχές της Ρωσίας, η Κρατική Δούμα ενέκρινε, στα τέλη του 2018, έναν νόμο που αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της χορήγησης ρωσικής υπηκοότητας στους κατοίκους των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών και, τον Απρίλιο του 2019, ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας υπέγραψε το Προεδρικό Διάταγμα για την έκδοση ρωσικών διαβατηρίων σε πολίτες της LPR και της DPR.

Όσον αφορά την επίσημη αναγνώριση των λαϊκών δημοκρατιών, αυτή υποστηρίζεται εδώ και χρόνια, μεταξύ άλλων στη Δούμα, από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (KPRF) – το πρώτο κόμμα της αντιπολίτευσης. Επιπλέον, ως απάντηση στην κοινοβουλευτική έκκληση των κομμουνιστών βουλευτών, ο Πούτιν κατέληξε να αναγνωρίσει τις λαϊκές δημοκρατίες στα μέσα Φεβρουαρίου, οκτώ χρόνια μετά από την ανακήρυξή τους.

Γενικά, οι περισσότεροι κομμουνιστικοί σχηματισμοί, είτε κοινοβουλευτικοί είτε εξωκοινοβουλευτικοί, επέκριναν τον εξαιρετικά καθυστερημένο χαρακτήρα της αναγνώρισης των δημοκρατιών του Ντονμπάς από τον Πούτιν, ενώ καλωσόρισαν την απόφασή του. Για το VKPB (Πανσοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων, Σταλινικό): «ο διαχωρισμός των λαϊκών δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από την Ουκρανία, που κυριαρχείται από ένα νεοφασιστικό καθεστώς, είναι σαφώς μια θετική εξέλιξη». Το PCOR επισημαίνει ότι «η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας με τους δυτικούς εταίρους και ο πολλαπλασιασμός των ουκρανικών βομβαρδισμών οδήγησε τις αστικές αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας να αναγνωρίσουν την LPR και την DPR», υπενθυμίζοντας ωστόσο, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, ότι «οι περισσότεροι από αυτούς που ήταν επικεφαλής της λαϊκής εξέγερσης του 2014 απομακρύνθηκαν ή εξοντώθηκαν και αντικαταστάθηκαν από φιλο-αστικές μαριονέτες ανοιχτά ευθυγραμμισμένες με το Κρεμλίνο» .

Στον απόηχο της εισβολής του Πούτιν, το VKPB εξηγεί ότι «το ρωσικό καθεστώς προσπαθεί να διορθώσει αυτό που, λογικά, θα έπρεπε να είχε κάνει το 2014 (και δεν είχε το θάρρος να κάνει τότε), για να αποφύγει το χειρότερο σενάριο », σε σχέση με τη συμβιβαστική γραμμή που υιοθέτησε το Κρεμλίνο κατά την έναρξη της σύγκρουσης.

Όσο για το KPRF, εάν και ο ηγέτης του Gennadi Zyuganov υποστήριξε και συνεχίζει να υποστηρίζει τη στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία (στο όνομα του αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση του Κιέβου, που περιγράφεται ως «ναζιστική-μπαντεριτική» και στους δυτικούς υποστηρικτές της), οι διαφωνίες μέσα στο κόμμα αρχίζουν να έρχονται στο φως, καθώς αρκετοί κομμουνιστές βουλευτές σήμερα καλούν ανοιχτά για συμμετοχή στις διαδηλώσεις κατά του πολέμου, μαζί με άλλες προσωπικότητες της ρωσικής αριστεράς.

Το «Αριστερό Μέτωπο» του Sergei Oudaltsov (στο οποίο ο Μελανσόν, για παράδειγμα, έχει αναφερθεί συχνά στο παρελθόν)[4][iv], που είχε χαιρετίσει με ενθουσιασμό την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014, υπενθύμισε με μια ανακοίνωση στις 27 Φεβρουαρίου, την υποστήριξή του για την αναγνώριση των λαϊκών δημοκρατιών (καθώς και για την υποστήριξη της Ρωσίας «για την απελευθέρωση του Ντονμπάς των Ναζί κατακτητές»), αποτίοντας φόρο τιμής στον ηρωισμό των αγωνιστών που ηγούνται εδώ και οκτώ χρόνια «έναν θαρραλέο αγώνα για την εθνική απελευθέρωση».

Αλλά αν το Αριστερό Μέτωπο πιστεύει ότι η στρατιωτική βοήθεια της Ρωσίας για την απελευθέρωση του Ντονμπάς είναι δικαιολογημένη, αμφισβητεί την εισβολή σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας, απαιτώντας διευκρινίσεις ως προς τους στρατηγικούς στόχους της επιχείρησης που βρίσκεται σε εξέλιξη: «η άμυνα του Ντονμπάς είναι ένα πράγμα , ο πόλεμος της κατάκτησης είναι άλλος».

Όπως βλέπουμε, οι διάφοροι πόλοι της ρωσικής αριστεράς διασχίζονται από νέες αντιφάσεις, καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, καθώς συσσωρεύονται ανθρώπινες απώλειες, καθώς οι ειρηνιστικές διαδηλώσεις συνεχίζονται, παρά την καταστολή, σε αρκετές πόλεις της Ρωσίας. Όπως και να έχει, είναι σαφές ότι η ικανότητα των προοδευτικών δυνάμεων να κινητοποιηθούν θα έχει καθοριστικό αντίκτυπο όχι μόνο στην εξέλιξη του πολέμου αλλά και κυρίως στην επόμενη φάση, που είναι πολύ πιθανό να είναι το θέατρο μιας αυταρχικής επιδείνωσης της εξουσίας του Πούτιν, τα προειδοποιητικά σημάδια της οποίας (απειλή επαναφοράς της θανατικής ποινής, λογοκρισία στον Τύπο, άμεση καταστολή οποιασδήποτε συγκέντρωσης διαμαρτυρίας) είναι ήδη ορατά.

Όπως το συνόψισε με σθένος ο κομμουνιστής βουλευτής Mikhail Lobanov:

Μετά από αυτόν τον πόλεμο που ξεκίνησε το Κρεμλίνο, η Ρωσία δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Αλλά οι αλλαγές που θα έρθουν εξαρτώνται από εσάς και από εμένα, από τις πράξεις μας ή την αδράνειά μας. Είτε πολλαπλασιασμός της καταστολής και διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων σε βάρος μας. Είτε εκδημοκρατισμός και ριζική αλλαγή πορείας προς το συμφέρον της πλειοψηφίας, κάτω από την ισχυρή πίεση της βάσης.




Σημειώσεις

[1] Χερσόνησος που βρίσκεται στη νότια Ουκρανία, κυρίως έδρα μιας ναυτικής βάσης με στρατηγική σημασία. «Προσφέρθηκε» στην Ουκρανία από τον Χρουστσόφ το 1954, οι κάτοικοί της ψήφισαν συντριπτικά υπέρ της ένταξης στη Ρωσία σε δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου 2014.

[2] Αυτό και τα επόμενα αποσπάσματα είναι από τον Renfrey Clarke, «The Donbass in 2014: Ultra-Right Threats, Working-Class Revolt, and Russian Policy Responses», International Critical Thought , τόμος 6, τεύχος 4 (Δεκέμβριος 2016), σελ. 534 -555 .

[3] Όπως αφηγείται ο Sergei Kirichuk (Borotba): «Στο Χάρκοβο, το κίνημα διαμαρτυρίας ξεκίνησε με μια εκστρατεία για την προστασία του μνημείου του Λένιν. Χιλιάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγάλοι, εργαζόμενοι, άνεργοι, φοιτητές και μηχανικοί, συγκεντρώνονταν εναλλάξ μέρα και νύχτα στο μνημείο. Μερικές φορές οι φασίστες τους επιτέθηκαν με ρόπαλα και λαστιχένιες σφαίρες. Για την Borotba, ήταν καθήκον μας να είμαστε μαζί τους και ανάμεσά τους. Η προστασία των μνημείων του Λένιν ήταν μια σημαντική αρχή της αντίστασης.»

[4] Σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του στις 3 Μαρτίου, ο Μελανσόν ανακοίνωσε ότι είχε έρθει πολιτικά σε ρήξη με τον Oudaltsov, «επειδή μίλησε για πόλεμο». Τώρα υποστηρίζει την ειρηνιστική μειονότητα που διασπάστηκε γύρω από τον Alexey Sakhnin, ο οποίος εντάχθηκε στη νέα αντιπολεμική πλατφόρμα που αναφέρθηκε παραπάνω.

 
Πηγή: 
Les communistes et le Donbass – ACTA

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ, "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση 1929- 1938"

Πριν λίγες μέρες εκδόθηκε το βιβλίο του Πιερ Μπρουέ με τίτλο "Οι τροτσκιστές στην Σοβιετική Ένωση, (1929-1938). Το βιβλίο βγήκε από τις...